Amedeo

B&M Theocharakis Foundation for the Fine Arts and Music

Follow us

Search

B&M Theocharakis Foundation for the Fine Arts and Music
  -  News   -  Ανιστορώντας τη φθορά

Στο ταξίδι των δύσκολων καιρών μας σε τούτο το καλοκαίρι της αναμονής δίχως προσμονή, οι βάρκες του Σόρογκα μας θυμίζουν πως είμαστε λαός θαλασσινός, πως χρόνια ταξιδεύουμε στη θάλασσα.  Στη θάλασσα, που δεν υπήρξε ποτέ για μας εμπόδιο, αλλά αντίθετα όχημα επικοινωνίας και συνάμα περιπέτειας. Οι βάρκες του Σόρογκα, έτσι όπως ο χρόνος τις κούρασε σαν αγιασμένες από τη χρήση και την υπηρεσία, ταξιδεύουν πρώτα τον νου και την καρδιά μας και μας ψυχώνουν για δημιουργία και για αναζήτηση νέων περιπετειών.

Η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, στοχάζεται με αφορμή το έργο του Σωτήρη Σόρογκα. Ας στοχαστούμε μαζί της.

 

«Η απόσπαση μιάς στιγμής από τη ροή του χρόνου και η μεγεθυμένη προβολή της μπροστά μας πάντοτε υπήρξε υποσυνείδητη καλλιτεχνική ανάγκη, αλλά και πρόθεση πολλών παραστατικών έργων. Ν’ αποσπάσεις απ’ τη ρευστή πραγματικότητα κάτι και να του δώσεις διάρκεια, «διαιωνίζοντας» τη στιγμή. Στο έργο, ωστόσο, του Σωτήρη Σόρογκα η στιγμή σηματοδοτείται αλλιώς. Υπερκερά τον εαυτό της, διαστέλλοντας τον ελάχιστο χρόνο της, έτσι ώστε να μπορεί να εμπεριέχει την παρελθούσα αλληλουχία ποικίλων, αναρίθμητων, άπειρων θ’ έλεγες στιγμών.

Τα έργα του από την ζωντανή λειτουργία, στη οποία παραπέμπει η ταυτότητα του αντικειμένου, μεταβαίνουν στη θνητότητά του αυτή που αποτυπώνεται σε κάθε πόρο της ζωγραφικής επιφάνειας και που μεταβάλλει ,εμπρόθετα και με δύναμη πλαστική, σε «χλωμό», ξέθωρο απείκασμα, κάτι που άλλοτε έσφυζε από τα ποικίλα χρώματα των ανθρώπων. Η ανθρώπινη απουσία μάλιστα υποκαθίσταται από την ματιά του ίδιου του ζωγράφου .Είναι αυτός που διασώζει το όποιο αντικείμενο από την εγκατάλειψη, που το κάνει περίοπτο, που το αναβιβάζει σε σύμβολο της καίριας κι αναπόφευκτης λειτουργίας του χρόνου, της φθοράς.

«Ο παράφορος γλύπτης» κατά τον Οδυσσέα Ελύτη, ο χρόνος συναντά τον ήρεμο εικονογράφο του στο πρόσωπο του Σωτήρη Σόρογκα, που με λεπτομέρεια ανατόμου, εμπεριστατωμένα αλλά και συμπονετικά αποτυπώνει αυτά τα θαυμαστά απομεινάρια «ερμιάς και μεγαλείου». Είτε για βάρκες πρόκειται, είτε για ξύλα, είτε για μεταλλικά σκουριασμένα στοιχεία, είτε για τροχαλίες, είτε για καμένα επιμήκη μαδέρια, πάντοτε πρόκειται για κομμάτια μιας βιωμένης αλήθειας, ένας σχεδόν οργανικός κόσμος που αργά αργά έχει μετατραπεί σε ανόργανη ύλη, αποστραγγισμένη από τον ζωτικό χυμό της.

Αυτό το κρυμμένο αίσθημα συμπόνιας του ζωγράφου για το αντικείμενο του τον ωθεί, ίσως, να το αποσπάσει από τον ρεαλιστικό χώρο, να το αφήσει σχεδόν μετέωρο, συχνά μόλις ν’ ακουμπά λες επάνω στη σκιά του, ελεύθερο από την άλλοτε χρηστική του λειτουργία να διαλέγεται με τον πριν εαυτό του, με τον ίδιο τον χρόνο, να αναμετριέται, καλύτερα, μαζί του, μόνο του σε μια λευκή επιφάνεια, σ’ ένα μεταφυσικό τόπο, κατασπαραγμένο, μπορεί, μα υπερήφανο σύμβολο.

Η αναίρεση της χρωματικότητας με την αφαίρεση που επιφέρει, η λευκή επιφάνεια που καταυγάζει, η, από διαφορετική οπτική, θέαση του ίδιου αντικειμένου εντείνουν την εσωτερικότητα της εικόνας απολυτοποιώντας συχνά το αντικείμενο, που από σχήμα, φόρμα, όγκος γίνεται έννοια, ιδέα, μνήμη. Όσο μάλιστα δείχνει να πλησιάζει, σαν μεγεθυντικός φακός, η ματιά του ζωγράφου πάνω του τόσο καθαρά σαν άλλοι πόροι του δέρματός του προβάλλουν οι πόροι του χρόνου. Κάθε χιλιοστό ζωγραφικής επιφάνειας είτε αποτυπώνει τα νερά του ξύλου, την ακινησία ενός μεταλλικού κρίκου, την οξειδωμένη επιφάνεια μιας καρίνας, συμπληρώνει ολόκληρες μονάδες εργασμένες από τον χρόνο στη ρεαλιστική τους αφετηρία, μα σχεδόν αχειροποίητες από τον ζωγράφο, που διαμορφώνοντας μια ματιέρα επίπεδη φαίνεται να έχει δουλέψει με θαυμαστή επιμέλεια κάθε σημείο, τόσο που σβήνει την μεσολάβηση του χεριού του, για να παραμείνει κυρίαρχη ωσάν προϋπάρχουσα η καταγραφή της ύλης, η απεικόνιση της ιδέας. Απεικόνιση που λες και την εμφανίζει το λευκό φώς μέσα στον σκοτεινό θάλαμο της ψυχής του.

Μπορεί ο ζωγράφος να συνάντησε αυτήν την βάρκα εγκαταλελειμμένη στην Ιερισσό ή αυτά τα ξύλα στο Λαύριο, πίσω ωστόσο από την συγκεκριμένη, κάθε φορά, περίπτωση προβάλλουν έννοιες ατόφιες, όπως και πίσω από την σχεδόν μονοχρωματική διατύπωση προβάλλει η σαφήνεια του σχεδίου σ’ αυτές τις εικόνες ασκητικής, που δεν παύουν μέσα σε μια εγκαρτέρηση αλλά και μόνωση να αποκαλύπτουν την αγάπη του Σόρογκα για αυτό που λείπει, τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο που «ζωοδότησε» αυτή την ύλη, τον άνθρωπο που την εγκατέλειψε, τον άνθρωπο που ταυτίζεται με τη φθορά της, τον άνθρωπο που στέκει αντιμέτωπος και άναυδος μπροστά της, αναλογιζόμενος τη ζωή, την ροή της, την παρελθούσα ευτυχία, την ίδια τη θάλασσα, που σαν να έρχεται δειλά μα έχει φύγει, την απέραντη θάλασσα σε μιαν άλλη μακρινή στιγμή,

 

«όταν το εσπέριον άστρον

ο ουρανός ανάπτη,

και πλέωσι γέμοντα έρωτος

και φωνών μουσικών θαλάσσια ξύλα·»

 

Α. Κάλβος

 

Τα θαλάσσια ξύλα του Σωτήρη Σόρογκα, άβαφα σχεδόν, λεία απ’ τον καιρό, συχνά αποσυναρμολογημένα, αλλά σοφά διευθετημένα στην επιφάνεια της εικόνας, φορτωμένα «γηρατειά και νεότητες», είναι αψευδείς μάρτυρες μιας παράξενης και όμως νίκης. Της νίκης της τέχνης πάνω στην ήττα της ζωής.«Η φθορά του χρόνου», όπως έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης, «εντέλει θα στραφεί εναντίον του». Και στρέφεται εναντίον του όταν με θεματικό πυρήνα την ίδια τη φθορά η ζωγραφική νικά κατά κράτος. Ανιστορώντας τη φθορά ο Σόρογκας ξέρει να την υπερβαίνει.»

 

Ιουλίτα Ηλιοπούλου

Leave a Comment