Amedeo

Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β&Μ Θεοχαράκη

Ακολουθήστε μας

Search

B&M Theocharakis Foundation for the Fine Arts and Music
  -  Νέα   -  «Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά και ανεξερεύνητη και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη» Γ. Σ. (ΜΕΡΟΣ B’)

Του Τάκη Μαυρωτά

Στον κόσμο των εικόνων του Βολανάκη συνυπάρχουν η χαρά και ο θάνατος, από την ανέμελη ζωή στην παραλία, με σκηνές από παιδιά που παίζουν στην άμμο και ψαράδες που απλώνουν τα δίχτυα, έως βίαιες πυρπολήσεις στις συνταρακτικές ιστορικές σκηνές. Αυτή η διπλή άποψη του κόσμου μας καθρεφτίζεται στο έργο του, άλλοτε με ρομαντικό και λυρικό τόνο και άλλοτε με δραματική ένταση, που φέρνει τον θεατή αντιμέτωπο με τον πόνο και το θάνατο. Η ποιητική του διάθεση, η διαύγεια της ατμόσφαιρας, η απεραντοσύνη του τοπίου, μαρτυρούν την αγάπη του για τη ζωή. Παράλληλα, η εμμονή του απέναντι στις μεγάλες θεαματικές σκηνές με τις μνημειώδεις ναυτικές συνθέσεις τονίζει το δραματικό συμβολισμό στοιχείων ως ζωντανές δυνάμεις ικανές να εγείρουν συναισθήματα.

Μετά την επιστροφή του από το Μόναχο, δυστυχώς, αναγκάστηκε να παράγει έργα μη υψηλής ποιότητας που επισκίασαν σε ένα βαθμό την εξελικτική του πορεία. Η αγάπη του για την Ελλάδα και η κλονισμένη υγεία της συζύγου του τον οδήγησαν στην απόφασή του να εγκατασταθεί το 1883 στον Πειραιά αναλαμβάνοντας την έδρα της Στοιχειώδους Γραφικής και Αγαλματογραφίας στο Σχολείο Τεχνών του Πολυτεχνείου, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ίδρυσε μια δική του σχολή ζωγραφικής. Η παραγωγή αυτών των έργων, της μέτριας αισθητικής αξίας, προκάλεσε δυσμενείς κριτικές κάνοντάς μας να αναλογιστούμε πόσο διαφορετική θα ήταν η πορεία του αν συνέχιζε να ζει στο Μόναχο και δεν είχε ανάγκη να μειώσει την ποιότητα της δουλειάς του, κάτι που έκανε τα δύσκολα χρόνια της παραμονής του στην Ελλάδα. Η πορεία κάθε καλλιτέχνη είναι άθροισμα πράξεων και παραλείψεων, αφού η τέχνη έχει πάντα μια κατεύθυνση που οδεύει προς καθετί υψηλό και κάθε συμβιβασμός προς την ποιότητα έχει οδυνηρές συνέπειες. Η δήλωση του Βολανάκη «είμαι δυστυχής, διότι εγεννήθην καλλιτέχνης και η τύχη μου τέτοιο τέλος θα έχει» αιτιολογεί τις δύσκολες στιγμές που καθώς και την απόπειρα αυτοκτονίας του, η οποία ευτυχώς δεν υπήρξε επιτυχής.

Το έργο των ζωγράφων, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να φτάσει έως τις μέρες μας χωρίς τη διαμόρφωση των ιδιωτικών συλλογών, ιδέα που μεταλαμπαδεύτηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος από την Ευρώπη την εποχή της Αντιβασιλείας. Η σύσταση της δημιουργίας τους, με ένα διάταγμα του 1833 ανατέθηκε στο Υπουργείο Παιδείας. Η ιστορία βέβαια, όπως εξελίχθηκε και έως τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα, δεν ήταν ανώδυνη ειδικότερα για τον λαϊκό πολιτισμό. Αριστουργήματα ξυλογλυπτικής, λιθογλυπτικής, κεραμοπλαστικής, μεταλλοτεχνίας και κεντητικής τέχνης μαζί με μοναδικά αργυρά και χρυσά κοσμήματα πουλήθηκαν στις αγορές τέχνης της Ευρώπης και της Αμερικής. Στη συνείδηση των Ελλήνων δεν ήταν κατασταλαγμένη η σπουδαιότητα της αξίας των ιδιωτικών συλλογών, κάτι που είχε γίνει περίπου από τον 14ο αιώνα σε χώρες με προωθημένη πολιτιστική αυτογνωσία. Οι συλλογές έργων ζωγραφικής και χαρακτικής, του Πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου, ήταν ο πρώτος πυρήνας συγκέντρωσης των εθνικών καλλιτεχνικών θησαυρών, γύρω στο 1834. Τα δύο αυτά πνευματικά ιδρύματα συγκέντρωσαν έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών από τις δωρεές ιδιωτών. Η Εθνική Πινακοθήκη άρχισε να λειτουργεί το 1900, με την ψήφιση Νόμου στις 10 Απριλίου του ίδιου χρόνου. Ο Αλέξανδρος Αλεξάνδρου Σούτσος, διακεκριμένος νομικός και ιδρυτής της εταιρίας «Φίλων του Λαού» άφησε με τη διαθήκη του, το 1896, κληροδότημα για την ίδρυση «Μουσείου Ζωγραφικής» το οποίο να φέρει το όνομα του πατέρα του. Έτσι, η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου εγκαινιάστηκε μόλις το 1976 και αποτελεί το μεγαλύτερο πόλο έλξης δωρεών ιδιωτικών συλλογών. Οι πλούσιες αυτές συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης, με έργα ζωγραφικής, γλυπτικής και χαρακτικής, μας αποκαλύπτουν με τη θεματογραφία, την περιγραφική αφηγηματικότητα και τις διαφορετικές τεχνοτροπίες τα γνωρίσματα και το χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας. Καρπός της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ήταν η δημιουργία πολλών μουσείων και συλλογών, όπως ενδεικτικά τα Μουσείο Μπενάκη, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ Μέτσοβο, Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ., Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα, Μουσείο Βορρέ και άλλα, αποδεικνύοντας ότι ο πολιτισμός αποτελεί συνολική ευθύνη απέναντι στο σήμερα και το αύριο.

Η τωρινή μας έκθεση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την πολύτιμη συμπαράσταση του κύριου Πάνου Λασκαρίδη, ο οποίος έχει εστιάσει την προσοχή του περίπου από της αρχές 1980 έως σήμερα, στη συγκέντρωση αντιπροσωπευτικών έργων του Κωνσταντίνου Βολανάκη. Η εμμονή και το πάθος του μου θυμίζουν την αγάπη του Ευάγγελου Αβέρωφ για τον μεγάλο πρωτοπόρο ιμπρεσιονιστή ζωγράφο στο Βέλγιο, Περικλή Πανταζή. Βέβαια, έχουμε ακόμα ένα μεγάλο Έλληνα συλλέκτη, τον αείμνηστο Ευριπίδη Κουτλίδη (Λέσβος, 1890-Αθήνα, 1974), ο οποίος με υποδειγματικό ζήλο συγκέντρωσε σπουδαία έργα του Βολανάκη, όπως «Το Σούνιο», «Το εκπαιδευτικό Άρης», την «Πυρπόληση του Τουρκικού Πολεμικού», «Το Αυστριακό Εκπαιδευτικό Kaiser” και το «Ελλιμενισμένο Πολεμικό Πλοίο» μεταξύ των άλλων. Η συλλογή Κουτλίδη παραχωρήθηκε με τη μορφή αυτόνομου ιδρύματος στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου. Η αξία της είναι τεράστια και σε περίπτωση που δεν είχαμε αυτή τη μεγάλη κίνηση γενναιοδωρίας από την πλευρά του Ευριπίδη Κουτλίδη, σίγουρα όχι μόνο θα ήταν περιορισμένος ο πλούτος της Πινακοθήκης, αλλά και ο εκπαιδευτικός της χαρακτήρας. Ο κύριος Πάνος Λασκαρίδης συγκέντρωσε μοναδικούς πίνακες του μεγάλου ζωγράφου, όπως: «Η Πυρπόληση του τουρκικού δικρότου στην Ερεσό» (1882), «Η Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας» (1885-1890), «Λιμάνι του Βόλου τη νύχτα με φεγγαρόφωτο», «Ηλιοβασίλεμα πάνω από τη Σαλαμίνα», «Μπαλώνοντας τα δίχτυα» και «Το ατμόπλοιο Bonheur» μεταξύ των άλλων, αλλά και συνέβαλε, μέσω του Ιδρύματος Αικατερίνη Λασκαρίδη, στην έκδοση του πολυσέλιδου λευκώματος «Κωνσταντίνος Βολανάκης: Ο ποιητής της θάλασσας». Ο ίδιος με το βαρύμοχθο πολιτιστικό του έργο, μύστης και βάρδος της αισθητικής, όχι μόνο κατάφερε να διαφυλάξει το έργο ενός κορυφαίου εκφραστή της Σχολής του Μονάχου, αλλά με τις συνολικές του δράσεις να ορίσει μια σημαίνουσα θέση στον πνευματικό προσανατολισμό του έθνους. Έτσι, με σωφροσύνη και αυθορμησία δίνει πρωτεύοντα ρόλο στη σχέση της τέχνης με την κοινωνία, της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη.

Στην έκθεση «Κωνσταντίνος Βολανάκης: Ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας» παρουσιάζονται πολύτιμα έργα, όπως της συλλογής Πάνου Λασκαρίδη μαζί με την «Πυρπόληση του τουρκικού δικρότου στην Ερεσσό» (1882) και την «Ναυμαχία του Ναβαρίνου κατά Garneray» Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας, την «Έξοδο του Άρεως» (1894) και την «Άφιξη της πριγκίπισσας Σοφίας στο Φάληρο» (1889-1890) της Συλλογής Ευαγγέλου Αγγελάκου, τη «Ναυμαχία της Σαλαμίνας» 1882, Αρχηγείο Ναυτικού, τα «Ιστιοφόρα», 1886-1890, Εθνική Τράπεζα, το «Ιστιοφόρο σε φουρτουνιασμένη θάλασσα» 1890-1895, Συλλογή Έργων Τέχνης ALPHA BANK, «Ιστιοφόρα» και «Πλοία στον ορίζοντα» Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, «Το λιμάνι του Βόλου» Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ-Μέτσοβο, «Το λιμάνι του Πειραιά» 1886, Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά, «Η αποβίβαση» Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης κ.ά.

Η τέχνη του Βολανάκη εξακολουθεί να συγκλονίζει τους λάτρεις της κλασικής ζωγραφικής και του θαύματος της ομορφιάς, αφού με τα θέματά της αγγίζει την ευαισθησία και λυτρώνει την ανθρώπινη ζωή από τη φθορά και τη μιζέρια της καθημερινότητας. Η ζωγραφική του έχει προσωπικό ύφος, δύναμη παραστατικής ενάργειας, εύρος και αυθεντικότητα που ορίζει το καλλιτεχνικό του μέγεθος με τις ρεαλιστικές, αλλά και ρομαντικές-ποιητικές του αποτυπώσεις, εδραιώνοντας τη φήμη του ως «ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας».

Leave a Comment