Amedeo

Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β&Μ Θεοχαράκη

Ακολουθήστε μας

Search

B&M Theocharakis Foundation for the Fine Arts and Music
  -  Νέα   -  Αγγελικό και μαύρο φως (μέρος Γ’)

Του Τάκη Μαυρωτά

(συνέχεια από μέρος Β’)

Ο Μιχάλης Μακρουλάκης, µε την εξαιρετικά εκλεπτυσµένη του πινελιά, εµπνέεται από το περίφηµο ποίηµα «Το γιασεµί» και, µε φωτορεαλιστκή ακρίβεια, αποδίδει ένα µατσάκι γιασεµιών µαζί µε ένα τριαντάφυλλο, που, µε την ενάργεια του κόκκινου χρώµατός του, ενδυναµώνει τη σύνθεση.

Ο Χρήστος Μποκόρος, µε την ευλάβεια που τον διακρίνει απέναντι στη ζωγραφική και τη ζωή, προσεγγίζει το Μυθιστόρηµα. Η φίνα ζωγραφική του έκφραση κορυφώνεται στη χρήση του λευκού χρώµατος για την απόδοση των λεπτεπίλεπτων ανθέων και, κατ’ επέκταση, µνηµειώνει τον χρόνο, τονίζοντας την πολυτιµότητα της εύθραυστης οµορφιάς.

Ο Κώστας Παπανικολάου, εδώ και τρεις δεκαετίες περίπου, ζωγραφίζει τον Πόρο και, ευρύτερα, τον Σαρωνικό. Τα τοπία του είναι ελεγείες της γαλήνης και της οµορφιάς της φύσης, που ανακαλούν στη σκέψη µας τα λόγια του ποιητή «Συλλογίζοµαι τον αµέριµνο δικό µας ήλιο που φωτίζει πεύκα, θάλασσα, βουνά και που δεν γυρεύουν τίποτ’ άλλο παρά να µας παρηγορήσουν» (Γ. Σεφέρης, Μέρες Β΄).

Ο επίγειος ή ο ουράνιος ερωτισµός δίνει ξεχωριστή πνοή στη ζωγραφική του Γιώργου Ρόρρη. Η «Μπλε Αλεξάνδρα», από τα σηµαντικότερα έργα της εξελικτικής του πορείας, ανακαλεί τα λόγια του ποιητή «Το κορµί είναι ο άνθρωπος, και ο άνθρωπος είναι το πνεύµα, και το πνεύµα είναι ο άνθρωπος, και το κορµί είναι ο άνθρωπος και το πνεύµα» (Γ. Σεφέρης, Μέρες Β΄), ενώ το ηδονικό γυµνό της σώµα έχεις την πεποίθηση ότι πάλλεται δίπλα σου.

Ο Εδουάρδος Σακαγιάν προκαλεί τη συµπυκνωµένη µνήµη, εκείνη που βρίσκεται πίσω από τον στοχαστή της αρχαίας παράδοσης και περνάει από το υποσυνείδητο του Βυζαντίου στον πανταχού παρόντα κόσµο της ερωτικής επιθυµίας. Το αδιάλειπτο νήµα της ιστορίας, µε το οποίο υφάνθηκαν διακριτές αλλά και συνεχείς περίοδοι της πορείας του ελληνισµού, αποτελεί το υπόβαθρο της σκέψης και της δηµιουργίας του.

Ο Αλέξης Βερούκας έχει κατακτήσει τη δική του τοπιογραφική πρόταση, αναµετρώντας τις δυνάµεις του στη µνηµειακή απόδοση της φύσης. Στον τόπο µας, τα βουνά είναι, τις περισσότερες φορές, ένα µέρος της θάλασσας και ο Βερούκας, µε γρήγορες χειρονοµίες αποδίδει τον όγκο και το βάρος του βουνού, εξοικειώνοντάς µας µε τον απόκοσµο χαρακτήρα και την αγριάδα του.

Ο Βασίλης Σελιµάς αποτυπώνει τη µοναξιά και την ευγένεια της αθωότητας ενός κοριτσιού, µε ένα εξαιρετικό σχέδιο ακρίβειας, αλλά και εσωτερικότητας, θυµίζοντάς µας τα λόγια του Σεφέρη «Η σωτηρία του ανθρώπου βρίσκεται µέσα του και ο χαµός του» (Γ. Σεφέρης, Μέρες Β΄).

Η Βάνα Ξένου, µε διάθεση µυστικιστική και µε εξπρεσιονιστική γραφή, εκθέτει τον µνηµειακό της πίνακα «Νυµφών Κοιµητήριο – Αγγελικό και µαύρο φως», δίνοντας µια υπαρξιακή προέκταση ανάµεσα στη ζωή και τον θάνατο. Οι αρχαίοι Έλληνες σέβονταν τις χθόνιες θεότητες, τη σχέση τους µε τον Κάτω Κόσµο και τη Χθόνια Γη. Ο κύκλος της αέναης δηµιουργίας προκαλεί τη ζωγραφική και τη γλυπτική έκφραση της Ξένου για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, µε αποτέλεσµα την ολοκλήρωση µιας θαυµαστής ενότητας, η οποία διακρίνεται από τη συνοχή, την πρωτοτυπία και το βαθύ εννοιολογικό της περιεχόµενο.

Ο Γιάννης Αδαµάκος, σε όλη την καλλιτεχνική του διαδροµή, αναµετρήθηκε µε το φως και το σκοτάδι. Συνειδητά δούλεψε, άλλοτε µε το ανεξερεύνητο µαύρο του γραφίτη, και άλλοτε µε δυνατά χρώµατα, χωρίς ποτέ να φοβηθεί να φτάσει στα άκρα, στα όρια του εγχειρήµατός του. Έτσι, δηµιουργεί πρωτόφαντες εικόνες, µε τις οποίες προκαλεί τον θεατή να προβάλει τα δικά του οράµατα, που σε κάθε θέαση, έχουν την ελευθερία να αλλάζουν.

Οι «Κουκουβάγιες» της Αφροδίτης Λίτη, πλασµένες από µέταλλο, καθρέφτη και ψηφίδες από το Μουράνο, συµβολίζουν το µυστήριο της νύχτας. Η κουκουβάγια, το νυχτόβιο αρπακτικό µε το έντονο βλέµα, σύµβολο της σοφίας της θεάς Αθηνάς, εµπνέει τη δηµιουργό. Η Λίτη αφήνει τις δικές της γλαύκες να µεταφέρουν στα πέρατα του κόσµου τη σοφία και τη µοναδική αισθαντικότητα της ποίησης του Σεφέρη.

Ο Μανώλης Χάρος, µε κρυπτική διάθεση, µας οδηγεί σε παράδοξους χώρους-τοπία, δίνοντας έµφαση στη δύναµη της σύνθεσης και της χρωµατικής κορύφωσης. Έτσι, δηµιουργεί έναν µυστηριακό χώρο ερωτηµάτων και προβληµατισµών, συµπορευόµενος µε τα λόγια του ποιητή «Είµαι δεµένος στο νήµα αυτής της ακρογιαλιάς, που κάποιος τυλίγει από την άλλη άκρη, συστηµατικά αναπότρεπτα…»

Η Αλεξάνδρα Αθανασιάδη δηµιούργησε µια σύνθεση από βιβλία, θαρρείς σαν να επιθυµεί να διεισδύσει στις σελίδες τους και να ανασύρει τα λόγια του ποιητή «Η αλήθεια είναι ότι ο ποιητής αντιγράφει τη ζωή από πολύ πιο κοντά παρά που την βλέπουν οι άλλοι» (Γ. Σεφέρης, Μέρες Β΄). Βέβαια, το ίδιο κάνει και η ίδια σε όλη την εξελικτική της διαδροµή, προσεγγίζοντας µε τη γλυπτική της την αλήθεια του κόσµου µας.

Ο Νίκος Τρανός έχει τη δική του αντίληψη για την αυτοκάθαρση και την τάξη που πρέπει κάποιος να ακολουθήσει στον χώρο της τέχνης. Ευφάνταστος και πολυµήχανος, χρησιµοποιεί ετερόκλητα µέσα στη δουλειά του, όπως, για παράδειγµα, απλά οικοδοµικά υλικά, στρέφοντας τις αναζητήσεις του γύρω από την έννοια του οίκου, του χρόνου, της αρχής και του τέλους. Έτσι, σε µια οικοδοµική πέτρα σµιλεύει µια σκάλα, που µας παραπέµπει στη διαδροµή της ανόδου, θυµίζοντάς µας τα λόγια του Σεφέρη «Ο ουρανός είναι φως, η γη είναι φως και ο ορίζοντας είναι ελεύθερος, τίποτα άλλο» (Γ. Σεφέρης, Μέρες Β΄).

Η Λήδα Κοντογιαννοπούλου ζωγράφισε εκ του φυσικού τους εσωτερικούς χώρους του τελευταίου σπιτιού όπου έζησε ο ποιητής, στην οδό Άγρας, σφραγίζοντας µε την τέχνη της τη µνήµη και την ιστορία µας. Κάθε σπίτι, όπως και τα ανθρώπινα συναισθήµατα, έχει µια ξεχωριστή δική του ιστορία και, σε ορισµένες περιπτώσεις, ένα πνευµατικό ή ηθικό βάρος. Η Κοντογιαννοπούλου, µε χρωµατική βεβαιότητα και ζηλευτή αφηγηµατική διάθεση, αιχµαλωτίζει τη µοναδική γαλήνη αυτού του σπιτιού και τη µορφή της κυρίας Άννας Λόντου µε την αττική αρχοντιά, προβάλλοντάς µας το υψηλό και ωραίο, που πεισµατικά στέκεται απέναντι στο ευτελές.

Η έκθεση ξεκινά µε το φωτογραφικό έργο του Γιώργου Σεφέρη και τελειώνει µε την εξαιρετική δουλειά τριών οµοτέχνων του από διαφορετικές γενιές, των Πλάτωνα Ριβέλλη, Ασπάσιου Χαρωνιτάκη και Βένιας Μπεχράκη.

Ο Πλάτων Ριβέλλης είναι ο σπουδαίος ιστορικός και δάσκαλος της φωτογραφίας που εµµένει στην ποιητική δύναµη της ασπρόµαυρης αποτύπωσης. Έτσι, για ακόµη µια φορά, στρέφει τον φακό του για να αιχµαλωτίσει τη φθορά του χρόνου, την αίσθηση του παλιού και του ξεχασµένου. Οι φωτογραφίες του από τον Άγιο Σωζόµενο στην Κύπρο µαρτυρούν το ανεκπλήρωτο χρέος της ανθρωπότητας στο ηθικό και το δίκαιο.

Ο Ασπάσιος Χαρωνιτάκης, µε την εξαιρετική δουλειά του, κερδίζει σε όλο τον κόσµο την άµεση επαφή του µε το ευρύ κοινό. Εκείνο που άµεσα τον ενδιαφέρει είναι η σε βάθος ανάγνωση και προσέγγιση του πραγµατικού, συνδυάζοντας το αληθινό µε το ονειρικό. Έτσι, ένα πρωτόφαντο ηλιοτρόπιο συνυπάρχει µε φεγγαρολούλουδα, τονίζοντας τις αντιθέσεις ανάµεσα στη ζωογόνο δύναµη του ήλιου και εκείνη της ανεξιχνίαστης εκείνης νύχτας, που για πολλούς, δεν έχει τέλος.

Η Βένια Μπεχράκη στρέφει τον φακό της απέναντι σε µια νεφελώδη ή, σωστότερα, υπαινικτικού αισθησιασµού γυναικεία µορφή, που η ίδια συνδέει µε το αγαπηµένο της ποίηµα «Ελένη». Η γυναικεία φιγούρα, εξάλλου, είναι η ανεξάντλητη µούσα του Σεφέρη, που αγγίζει, µε τη δική της πνοή, το ποιητικό του σύµπαν.

αυτό το φως: η µεγάλη έκφραση

Γ. Σεφέρης, Μέρες Ζ΄

Ο Σεφέρης, µε την ποίησή του, φωτίζει τον κόσµο και γίνεται σύµβολο ανθρώπινης αξιοσύνης και ελευθερίας. Μέσα από το έργο του, αισθανόµαστε αυτά που δεν βιώσαµε και µε τις φωτογραφίες του ζούµε αυτά που δεν είδαµε, µέσα από το αγγελικό και µαύρο φως, το αληθινό και το ωραίο. Η τέχνη του διακατέχεται από τη δυνατή ροπή προς το αιώνιο και το άφθαρτο.

Leave a Comment