Amedeo

Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β&Μ Θεοχαράκη

Ακολουθήστε μας

Search

B&M Theocharakis Foundation for the Fine Arts and Music
  -  Νέα   -  ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΡΟΝΗΣ: Τριάντα χρόνια εναλλάσσουν χρώματα με λέξεις

Του Τάκη Μαυρωτά

Το γαλήνιο και ηλιόφωτο ατελιέ του Φασιανού, με την υψηλή αρχιτεκτονική αισθητική του Κυριάκου Κρόκου, στην οδό Μπιζανίου στου Παπάγου, το έχω επισκεφθεί εκατοντάδες φορές απολαμβάνοντας τη μαγεία της χαράς της ζωγραφικής του, ακούγοντας, παράλληλα, εκείνα τα σοφά του λόγια που σε οδηγούν στη μέθεξη της ζωγραφικής έκφρασης. Και όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά λέει «Η ζωγραφική εκφράζεται από το φώς, αν και υπήρχε η επίπεδη ζωγραφική στην αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Αίγυπτο. Αυτή η επίπεδη ζωγραφική δείχνει το φώς και τη σκιά. Στη ζωγραφική βέβαια έχουμε πολλές τεχνικές για να εκφράσουμε το φώς, όπως στο να βάζουμε ένα άσπρο χρώμα οπότε δημιουργείται ο όγκος. Θέλω το χρώμα να είναι αυτούσιο, να μην χάνει τη δυναμικότητα του. Tο φως, το θέλω, με τις αντιθέσεις του λευκού που είναι πίσω για να εκφράζει συναισθήματα.»

Η τελευταία μου επίσκεψη έγινε με τον ποιητή Βαγγέλη Χρόνη που η πολύχρονη φιλία και συνεργασία τους επισφραγίζεται εδώ και τριάντα χρόνια από τις εικονογραφήσεις του μεγάλου μας ζωγράφου για τις πολυσυζητημένες ποιητικές συλλογές του πρώτου με τους αντίστοιχους τίτλους “Ο σύμμαχος Χρόνος» των εκδόσεων Στοχαστής το 1999, «Νέοι στον Άδη» (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), «Youth in Hades», «Ένα χωνάκι θλίψη», «Η ευθύνη του Μαΐου», «A cornet of sorrow», «Τα αγάλματα και οι ψυχές», «Το αρχαίο Κεραμίδι» των εκδ. Καστανιώτη το 2005, το 2008, το 2010, το 2014, το 2016 και το 2018. Η ποίηση για τον Χρόνη όπως ο ίδιος μας δήλωσε εκφράζει «μια θεώρηση της προσωπικής περιπέτειας του ποιητή σε σχέση με τον ιστορικό του χρόνο, αλλά και σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο του σύμπαντος”.

 

Έτσι απλά, εκείνο το μεσημέρι ξεκίνησε η ακόλουθη συζήτηση:

 

_Ζείτε και εργάζεστε στην Αθήνα σε μια πόλη που τα αρχαία μνημεία της συνυπάρχουν με τα σύγχρονα και που η ροή της ιστορίας της έχεις την αίσθηση ότι διαφυλάττει εκείνες τις αισθήσεις που την καθιστούν μοναδική σε όλο τον κόσμο. Πως θα την χαρακτηρίζατε σήμερα και, τελικά, λειτουργεί ως αιτία-κίνητρο της δημιουργικής σας δράσης;_

 

Α.Φ. Η Αθήνα, παρότι είναι μια άναρχη πόλη και που παλιά τη θαύμαζαν για τα νεοκλασικά της σπίτια, τα οποία δυστυχώς δεν μπόρεσαν να σώσουν, είναι η πόλη που ζω. Εμένα, βέβαια, από τα παλαιά σπίτια, εκείνα που μου αρέσουν περισσότερο είναι τα λαϊκά, των μαστόρων, και όχι αυτά που έχουν επηρεαστεί από το Μόναχο και τη Γαλλία, γιατί ο νεοκλασικισμός άρχισε έξω. Η μόδα του νεοκλασικισμού ήρθε στον τόπο μας από το Μόναχο, την εποχή του Όθωνα, κυρίως, για να αναβιώσουν το αρχαίο πνεύμα με κίονες, αετώματα, καρυάτιδες και άλλα. Εμφυτεύθηκαν καλά στην Ελλάδα, γιατί ήταν μέσα στο χώρο τους. Εγώ, όμως, προτιμώ τα σπίτια των μικρών μαστόρων, όπως, για παράδειγμα, στον Κολωνό, στις λαϊκές συνοικίες στο Γκάζι και στην Ακαδημία Πλάτωνος, με τα μικρά σπιτάκια και τις αυλές τους σε σχήμα Γ και όχι τα πομπώδη κτίρια της Βασιλίσσης Σοφίας. Με ενδιαφέρει πόσο φως έχει μια πόλη κι έτσι παραβλέπω πολλές φορές την τσαπατσουλιά που υπάρχει. Δεν έχει ωραία κτίρια, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε, να τα γκρεμίσουμε και να τα ξαναφτιάξουμε; Ίσως μπορέσουμε κάποτε να τα αναμορφώσουμε. Ακόμα και το κλίμα σήμερα είναι βεβαρημένο. Το μόνο που μας μένει είναι αυτό το υπέροχο φως.

 

Β.Χ. Συμφωνώ με τον Αλέκο απολύτως σε ό,τι αφορά το φώς. Ο Αττικός ουρανός μπορεί να μην συναγωνίζεται την γενέτειρα του Απόλλωνα την Δήλο, αλλά έχει ένα φως ανεπανάληπτο και διαφορετικό όχι μονάχα τις τέσσερεις εποχές του χρόνου αλλά και την κάθε μέρα ξεχωριστά. Τα νεοκλασικά κτίσματα είτε αφορούν μικρά οικήματα ή μεγάλα και ογκώδη αρχιτεκτονήματα μου αρέσουν και με εντυπωσιάζουν γιατί μου θυμίζουν τα αρχαία μας κτίσματα. Βεβαίως και προτιμώ την ζεστασιά των λαϊκών σπιτιών της γειτονιάς του κέντρου, αλλά πόσα από αυτά υπάρχουν σήμερα; Να είναι καλά ο ελληνικός κινηματογράφος που μας έκανε να τα γνωρίσουμε και να συνδεθούμε μαζί τους και με τους ήρωες τους. Ντρέπομαι που δεν γνωρίζω το κέντρο της Αθήνας όσο θα έπρεπε αλλά και από την άλλη παίρνω μεγάλη ικανοποίηση όταν ανακαλύπτω κάτι καινούριο. Δεν υπάρχει περίπτωση να περπατήσεις σε οποιοδήποτε οικοδομικό τετράγωνο και να μην θαυμάσεις κάτι. Μια σιδεριά σε ένα μπαλκόνι, ένα φουρούσι, μια αυλόπορτα σιδερένια ή ξύλινη, ένα γείσο, ένα αέτωμα, μία σκεπή, σοβάδες πολυγερασμένους, ένα ξεθωριασμένο χρώμα ή και φρέσκο. Και τις γλάστρες με τα γεράνια απολαμβάνω όσες διασώζονται χάρη στην ευαισθησία των ενοίκων. Είναι και η άλλη Αθήνα με τα αρχαία της και τους θησαυρούς όπως έχουν διασωθεί από επιδρομείς παντός είδους. Πέρασα ατελείωτες ώρες στη Ακρόπολη, την Αρχαία αγορά, την Ρωμαϊκή Αγορά, το νεκροταφείο του Κεραμικού, την Πνύκα. Με τον Αλέκο κάναμε συζητήσεις επί συζητήσεων στους περιπάτους μας μπροστά από αγάλματα και μνημεία. Έχει και έναν υπέροχο τρόπο να διηγείται αρχαίους μύθους και ιστορία. Δεν είναι πάντως λίγες οι φορές που καθισμένος σε μία παλιά πέτρα και έχοντας απέναντι μου αρχαίους ναούς ή και σπασμένα μάρμαρα προσπαθούσα να πάω πίσω εικοσιπέντε αιώνες. Ότι δεν έβλεπα μπορούσα να τα φανταστώ. Πολλές φορές μάλιστα κρατούσα σημειώσεις ή έγραφα και στίχους. Γνωρίζετε καλά και οι δύο την αγάπη μου για την αρχαία Ελλάδα και αυτά που μας άφησαν υλικά ή άυλα. Το κέντρο της Αθήνας εξακολουθεί να κρύβει θησαυρούς που όποιος επιθυμεί να τους ανακαλύψει δεν έχει παρά να ψάξει.

_Ο άνθρωπος και η πόλη, ο μύθος και η ιστορία αποτελούν πηγή της καλλιτεχνικής σας δράσης. Πώς φτάνει ένας δημιουργός σε αυτό που αποκαλούμε μεγάλη ζωγραφική και μεγάλη ποίηση;_

 

Α.Φ. «Ένας ζωγράφος είναι μεγάλος όταν μπορεί να εκφράζει αυτό που θέλει με το χρώμα και το σχέδιο και ένας ποιητής με λέξεις για αυτό που θέλει να πει. Εδώ και χρόνια μου ζήτησαν να γράψω την αυτοβιογραφία μου. Έγραψα ότι μου άρεσε να περιπλανούμαι στους Αθηναϊκούς δρόμους την περίοδο ’60 – ’63. Δεν τους άρεσε όμως και μου το έσβησαν. Για μένα αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα. Έβλεπα τις πόρτες, τις αυλές, τη ζωή. Παρόλο ότι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει, πάλι εγώ περιδιαβαίνω και θυμάμαι ότι μια μέρα στη Μεσογείων έγινε μια σύγκρουση και όλοι βγήκαν στη λεωφόρο, στα παράθυρα και στα μπαλκόνια. Τότε είδα ένα νέο και μου φάνηκε σαν Ερμής έτσι όπως ήταν ψηλά στο μπαλκόνι. Πάντα βρίσκεις την έμπνευση μέσα από την πόλη.»

 

Β.Χ. Όπως και ο Αλέκος εμπνέομαι από τον άνθρωπο και την φύση. Ο ανθρωποκεντρισμός ήταν και παραμένει ένα στοιχείο που με χαρακτηρίζει. Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στην γλυπτική και τις ανθρώπινες φιγούρες και στην ποίηση αναφέρομαι διαρκώς στον κύκλο της ζωής του ανθρώπου. Οι διαφορετικές κουλτούρες είναι αυτές που διαφοροποιούν τους ανθρώπους σε ότι αφορά τις συμπεριφορές τους. Στο βάθος του καθενός υπάρχουν τα ίδια ακριβώς συναισθήματα τα οποία βγαίνουν ίσως με διαφορετικό τρόπο. Χωρίς τον άνθρωπο και τα πάθη του δεν θα είχαμε τον Όμηρο. Σωστά; Σε μία βόλτα μας με τον Αλέκο στον Κεραμικό προ ετών, σταθήκαμε μπροστά από το γλυπτό του Δεξίλεω. Συμφώνησε μαζί μου πως οι ομοιότητες με τον Άγιο Γεώργιο ήταν πολλές. Ήταν μία αφορμή ο Αλέκος να φιλοτεχνήσει σε μέταλλο τον Άγιο Γεώργιο με τον υπέροχο Φασιανικό του τρόπο και εγώ να γράψω ένα ποίημα.

 

_Ο στίχος σας, Αλέκο, «Πάντα σε ένα μπαλκόνι ο φίλος θα είναι, θα ατενίζει μακριά αρχαία σπίτια και πολυκατοικίες», θαρρώ ότι επισημαίνει τη σταθερή σας αρχή για την πολυτιμότητα της φιλίας και μαρτυρά την αγάπη για την ποίηση. Θυμάστε, αλήθεια, πότε γράψατε το πρώτο σας ποίημα;_

 

_Α.Φ. «Πολύ μικρός έγραψα το πρώτο μου ποίημα. Ήμουν επτά χρονών και έμενα στην Βίκτωρος Ουγκό, στον Σταθμό Λαρίσης. Συνέχισα μετά στα δεκαεπτά μου χρόνια αλλά δεν αισθάνομαι ποιητής. Θα μπορούσα να πω ότι είχα μόνον ποιητικές εξάρσεις. Εμένα με κέρδισε η ζωγραφική».

 

_Και εσείς, Βαγγέλη, πότε γράψατε το πρώτο ή τα πρώτα σας ποιήματα;_

 

Β.Χ. Έγραφα στιχάκια ομοιοκατάληκτα από ανάγκη όταν ήμουν πολύ μικρός. Ο Θανάσης, ο μεγαλύτερος αδελφός μου, έπαιζε ακορντεόν και σε όποια τραγούδια δεν θυμόταν τα λόγια με πίεζε να συμπληρώσω τις λέξεις. Τα κουτσοκατάφερνα. Τότε ήταν δύσκολα να έχουμε πολλούς δίσκους και ότι μαθαίναμε το μαθαίναμε ακούγοντας ραδιόφωνο. Στην πρώτη Γυμνασίου ο καθηγητής μου, μου έδωσε την άδεια στο μάθημα της έκθεσης να γράφω έμμετρα. Το έβρισκα πολύ πιο εύκολο. Έπαιρνα και πολύ καλό βαθμό. Στον έμμετρο στίχο έχω μία σχετική ευκολία αλλά δεν με συγκινεί ιδιαίτερα και για αυτό το αποφεύγω στην ποίηση μου. Με τους φίλους μου όμως κάνω τις σχετικές έμμετρες πλάκες.

 

_Με ποιους ποιητές συνδεθήκατε φιλικά ή συναναστραφήκατε όλα αυτά τα χρόνια;_

 

_Α.Φ. «Με τον Ελύτη πηγαίναμε συχνά και τα λέγαμε στο Μπραζίλ. Είχε γράψει και ένα κείμενο για τη ζωγραφική μου. Τον Σεφέρη δεν τον γνώρισα ποτέ. Βέβαια έχω διαβάσει τα ποιήματα του και έχω ζωγραφίσει το έργο «Πάνω στην άμμο την ξανθή», με ένα ερωτικό ζευγάρι, που τώρα παρουσιάζεται στην έκθεση για τον Σεφέρη, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα. Στο Παρίσι, συχνά τα βράδια βγαίναμε με τον Αραγκόν. Ήταν πολύ φιλικός και του άρεσε να τελειώνει η βραδιά μας σε κάποιο εστιατόριο.»

 

Β.Χ. Είχα την χαρά να γνωρίσω και να γίνω φίλος με αρκετούς ποιητές με μερικούς από τους οποίους αναπτύχτηκε ιδιαίτερη και στενότερη φιλία. Ο Μάνος Ελευθερίου μου λείπει πολύ. Λίγους μήνες πριν πεθάνει είχαμε δώσει μία κοινή συνέντευξη φωτογραφιζόμενοι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μπροστά από επιτύμβιες στήλες. Η τελευταία μας επικοινωνία ήταν την παραμονή της μοιραίας του εγχείρησης. Ο Γιάννης Κοντός ήταν καλός φίλος και γενναιόδωρος με σημειώματα για την ποίησή μου. Η Κική Δημουλά, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Θανάσης Νιάρχος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος και ο Γιώργος Μανιώτης είναι και αυτοί φίλοι με γενναιόδωρα επίσης κείμενα που αφορούν στην ποίησή μου. Ο Αλέκος Φασιανός, που τον θεωρώ επίσης μεγάλο ποιητή μου αφιέρωσε ωραία και τρυφερά κείμενα.

 

_Η δική σας φιλία πότε αρχίζει;_

 

_Α.Φ. «Με τον Βαγγέλη γνωριστήκαμε περίπου πριν τριάντα χρόνια και εικονογράφησα πολλά του βιβλία. Είναι, βέβαια, δύσκολο να κατανοήσεις τον ποιητικό λόγο, γιατί δεν πρέπει να πας κατά λέξη, αλλά πρέπει να αποδόσεις την αίσθηση. Το ποίημα σου δίνει πάντα μια γενική αίσθηση, που πρέπει να αισθανθείς.

 

Β.Χ. Στον Αλέκο με σύστησε ο Μάνος Ελευθερίου σε μία έκθεση στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη στο Κολωνάκι πάνω από τριάντα χρόνια πριν. Σιγά σιγά άρχισε να αναπτύσσεται η φιλία μας και κάθε συνάντηση ήταν ένα πανηγύρι. Ο Αλέκος ήταν και εξακολουθεί να είναι ένας δάσκαλος για μένα. Οι γνώσεις του είναι αμέτρητες και έχει την ικανότητα να τις μεταφέρει με έναν απλό και μαγικό τρόπο. Η ζωγραφική του πλημμυρίζει από ποίηση.

 

_Υπέροχα σχέδιά σας κοσμούν τις ποιητικές συλλογές του Χρόνη, εδραιώνοντας την αδιάσπαστη και αδιάλειπτη συνεργασία σας. Τι σας συγκινεί περισσότερο και ποια αλήθεια, θαρρείτε, ότι αναδύεται από την ποίηση του;_

 

Α.Φ. «Στην ποίηση του Χρόνη με συγκινεί ότι αγγίζει τα καθημερινά. Θαυμάζω την αμεσότητα που έχει με τις λέξεις να εκφράζει μεγάλα συναισθήματα. Αυτό που μου κάνει περισσότερο εντύπωση στην ποίηση του, είναι η αμεσότητά του με την πραγματικότητα.»

 

_Τι αγαπήσατε περισσότερο από το ζωγραφικό και χαρακτικό κόσμο του Φασιανού;_

 

Β.Χ Την ποίηση κατ αρχάς που ρέει μέσα στα έργα του. Τα χρώματα, αυτά τα σπάνια και τολμηρά χρώματα. Το μπλε του κοβαλτίου με ενθουσιάζει όπως και το κόκκινο. Τον ανθρωποκεντρισμό του και την αγάπη για τον άνθρωπο και την ζωή. Ο Φασιανός είναι από τους σπάνιους ζωγράφους που μέσα από απλές πινελιές μπορεί να βγάλει συναισθήματα. Το απλό και καθημερινό το κάνει μέγιστο σαν να ήταν μάγος. Ερωτικότατος στις ζωγραφιές του. Εκτιμώ αφάνταστα τους μυθολογικούς του ήρωες. Τι άλλο να πω; Τον θεωρώ συνεχιστή των μεγάλων ζωγράφων της αρχαιότητας όπως τους γνωρίσαμε μέσα από τις τοιχογραφίες και τα αγγεία.

 

_Χαρακτηρίζεστε ως ένας βαθιά ανθρωποκεντρικός ζωγράφος, που συνεχίζετε τη μεγάλη μας παράδοση. Τι θαυμάζετε περισσότερο από τον άνθρωπο;_

 

_ Α.Φ. «Με ενδιαφέρουν αυτοί οι άνθρωποι που δεν κάνουν κάτι σημαντικό αλλά κάτι ασήμαντο. Με ενδιαφέρουν οι ασχολίες τους, γιατί χωρίς αυτές οι άνθρωποι δεν αξίζουν. Πάντα πρέπει να κάνουν κάτι για να φτιάξουν τη ζωή τους. Όπως για παράδειγμα, ένα σπίτι που πρώτα πρέπει να φτιάξουν για να μπορέσουν να κατοικήσουν.»

 

_Εσείς, Βαγγέλη, τι θαυμάζετε από τον άνθρωπο;_

 

Β.Χ. Θαυμάζω την τελειότητα της δημιουργίας του ή καλλίτερα της πλάσης του και εκτιμώ την απλότητα, την ευγένεια και την σωφροσύνη. Θα ήταν παράλειψη αν δεν έλεγα πως γοητεύομαι από τα καθαρά πρόσωπα των ανθρώπων και το ζεστό τους χαμόγελο. Θαυμάζω βέβαια και την σημαντικότητα του ανθρώπου μέσα από το σύντομο πέρασμα του. Μπορεί μέσα στο σύμπαν να αιωρούμαστε σαν μία κουκκίδα αλλά το πέρασμα μας είναι μεγαλειώδες και σημαντικότατο.

 

_Διαβάζετε περισσότερο ποίηση ή λογοτεχνία;_

 

_Α.Φ. «Διαβάζω, σωστότερα θα έλεγα ξαναδιαβάζω, τον Καβάφη, τον Ελύτη και τον Σαχτούρη. Κάθε φορά ανακαλύπτω καινούργια πράγματα. Διαβάζω περισσότερο ποίηση και λιγότερο λογοτεχνία.»

 

Β.Χ. Εγώ, αντίθετα από τον Αλέκο διαβάζω περισσότερο λογοτεχνία και λιγότερο ποίηση. Ακούω όμως συχνά παραδοσιακή και δημοτική μουσική και απολαμβάνω ποίηση μέσα από τους απλούς και σοφούς στίχους των ανωνύμων στιχουργών, και των γνωστών βεβαίως. Έχω μεγάλα κενά στους κλασσικούς και όταν βρίσκω τον χρόνο εκπαιδεύομαι.

 

_Στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, στις τρεις αφιερωμένες εκθέσεις στους οικουμενικούς μας ποιητές, Κωνσταντίνο Καβάφη, Οδυσσέα Ελύτη και Γιώργο Σεφέρη, μας εμπιστευθήκατε και εκθέσαμε σημαντικά σας έργα σε αντιστοιχία με επιλογές στίχων των κορυφαίων μας ποιητών. Υπάρχει ένα κοινό νήμα που συνδέει τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Καβάφη;_

 

_Α.Φ. «Νομίζω ότι δεν υπάρχει. Ο Ελύτης για μένα είναι ξεχωριστός και αγαπώ την ποίηση του.»

 

_Εσείς, Βαγγέλη, ποιούς ομοτέχνους σας εκτιμάτε βαθιά ή αισθάνεστε ότι έχετε κάποια ιδιαίτερη σχέση μαζί τους;_

 

Β.Χ. Ο Καβάφης μου πάει καλλίτερα. Ο αρχαίος κόσμος είναι ένα κοινό στοιχείο. Βεβαίως εκτιμώ την ποίηση του Ελύτη και του Σεφέρη αλλά εκτιμώ επίσης τον Κάλβο και τον Καρυωτάκη για να μην επεκταθώ σε άλλους. Δεν πρέπει να λησμονήσω τον Γιάννη Ρίτσο που ένας μεγάλος αριθμός ποιημάτων του θεωρώ πως είναι κορυφαία και με άγγιξαν αρκετά στα τρυφερά μου χρόνια. Εξακολουθούν να με αγγίζουν.

 

_Τι αποκομίσατε από την τέχνη και την ποίηση;_

 

_ Α.Φ. «Αυτό που με θέλγει, κάθε φορά, είναι το υλικό που έχω στα χέρια μου. Διαφορετικά θα εκφραστείς κάνοντας ένα εξώφυλλο βιβλίου με την τεχνική της λιθογραφίας, που έχεις ένα μυτερό εργαλείο και χαράσσεις πάνω στο χαλκό, και αλλιώς πάνω σε ένα τοίχο. Δεν σημαίνει ότι αν βάλεις περισσότερα ή λιγότερα χρώματα θα κάνεις καλύτερη ή χειρότερη τέχνη. Με διαφορετικά υλικά, το μπρούντζο, το χαλκό, το πλεξιγκλάς, το σίδερο, το ξύλο υπερνικώ την ύλη και την μετατρέπω σε ζωή. Όπως άυλη είναι και η ιδέα που έχεις μέσα σου για ένα έργο, αλλά χρειάζεσαι την ύλη για να την εκφράσεις. Αυτό είναι η υλοποίηση της ιδέας.»

 

Β.Χ. Αποκόμισα την χαρά της δημιουργίας χωρίς ποτέ να την μετρήσω η να την ζυγίσω γιατί έτσι και αλλιώς η χαρά δεν μετριέται και δεν ζυγίζεται. Αποκόμισα επίσης ένα ταξίδι μεγάλο μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, ένα ταξίδι δύσκολο στην προσπάθεια να αγγίξεις την άβυσσο του ατόμου. Αυτό το ταξίδι ας το αποκαλέσω γνώση αν και πιστεύω πως φεύγουμε από την ζωή ημιμαθείς και ανικανοποίητοι. Αποκόμισα ένα δώρο για την ψυχή μου που το χρησιμοποιώ αντί ηρεμιστικών μέσα στους τρελούς καιρούς που ζούμε. Σίγουρα και άλλα πολλά θα έχω αποκομίσει και θα αποκομίζω.

 

_Η τέχνη και η ποίηση, όλα αυτά τα χρόνια, τί σας έχει διδάξει;_

 

_Α.Φ. «Την τέχνη της ζωγραφικής υπηρετώ πολλές φορές επειδή δεν είμαι ευχαριστημένος από τον κόσμο στον οποίο ζω και λέω θα φτιάξω το δικό μου κόσμο και να είμαι ευτυχισμένος. Η ευτυχία του δικού σου κόσμου που ανακαλύπτεις σε γεμίζει, ενώ άλλοι θέλουν να κάνουν κάθε μέρα εκδρομές για να βρουν ένα νέο κόσμο. Ανακαλύπτουν ότι το ταξίδι τελειώνει και δεν έχουν βρει το δικό τους χώρο. Επιστρέφουν και αναζητούν ένα νέο ταξίδι, μια φυγή. Ο καλλιτέχνης δεν έχει ανάγκη να φεύγει, γιατί ζει στο δικό του κόσμο και δεν τον νοιάζει ακόμα και σε μια φυλακή να ζει ή σε ένα μικρό δωματιάκι. Έχει τον κόσμο δίπλα του που τον γεμίζει.»

 

Β.Χ. Κάπως έτσι το βλέπω και εγώ, να ξεφεύγω δηλαδή με διαλείμματα άλλοτε συχνά και άλλοτε πιο σπάνια από όλα τα εξωτερικά αρνητικά και τοξικά ερεθίσματα και να κλείνομαι στον δικό μου κόσμο. Σε ένα κόσμο που μόνον εγώ διαφεντεύω και για τον οποίο είμαι απόλυτα υπεύθυνος. Οι δυσκολία βέβαια στην εξεύρεση των καταλλήλων λέξεων είναι βασανιστική και το κέντημα των στίχων στενόχωρο, όταν όμως αποτυπωθεί ιδέα σε στίχο ικανοποιητικά, τότε ναι είμαι ευχαριστημένος και ευτυχισμένος όπως λέει ο δάσκαλος. Για να είμαι πιο ακριβής στο ερώτημα σου πιστεύω πως η ποίηση με γέμισε ή καλλίτερα με πλημμύρισε με άπειρα διδάγματα. Το σημαντικότερο ίσως να είναι η χάραξη της πορείας προς την αλήθεια μέσω της απόλυτης απλότητας. Είναι και θέμα χαρακτήρος.

 

_Μετά από την πολύχρονη παραμονή σας, Αλέκο, στο Παρίσι επιλέξατε να εγκατασταθείτε μόνιμα στην Αθήνα εγκαταλείποντας το γνωστό ατελιέ σας στην Πλας ντ΄ Ιταλί. Ποιοί λόγοι σας οδήγησαν σε αυτή την απόφαση;_

 

_Α.Φ. «Όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι νόμιζα ότι δεν θα μείνω και ότι αμέσως θα επέστρεφα στην Ελλάδα. Βρήκα όμως πολλά πράγματα να κάνω που με ωφελούσαν. Η μια έκθεση διαδεχόταν την άλλη και έτσι το ανέβαλα. Το Παρίσι είναι μια διεθνής πόλη που προσφέρει την ευκαιρία στον καλλιτέχνη να έρθει σε επαφή με Κινέζους, Ιάπωνες, Νοτιαμερικάνους κ.ά. Έτσι γνώριζες το νου των άλλων, όπως λέει ο Οδυσσέας “ο νόον έγνω”. Θα μπορούσα να ζήσω στην Ιταλία, που είναι καταπληκτική χώρα, στη Ρώμη, στη Βενετία ή στη νότια Γαλλία, στη Νίκαια, στις Κάννες που μοιάζουν με την Ελλάδα, γιατί είναι μεσογειακές.»

 

_Εσείς Βαγγέλη πόσα χρόνια μείνατε στο Λονδίνο και ποιοι λόγοι σας έκαναν να επιστρέψετε στην Ελλάδα; _

 

_ Β.Χ. Έμεινα επτά χρόνια στο Λονδίνο. Όταν γεννήθηκε ο γιός μας ο Σωτήρης αποφασίσαμε με την Φούλη να επιστρέψουμε στην Αθήνα. Είναι βλέπεις οι άνθρωποι και το φως. όπως ξέρεις, στα γραπτά μου εξυμνώ το φως και την θάλασσα μας. υπερβάλλοντας θα πω πως σε καμία χώρα του κόσμου ο ουρανός και η θάλασσα δεν έχουν αυτή την υπέροχη ευωδιά. Μη χαμογελάτε. Και οι ουρανοί έχουν τις μυρωδιές τους αρκεί να εκπαιδεύσεις την όσφρηση σου. Βέβαια στο Λονδίνο εξακολουθούσα για αρκετά χρόνια να πηγαινοέρχομαι και να ζω αρκετά μεγάλες περιόδους για λόγους επαγγελματικούς και είναι μία πόλη που αγάπησα και έζησα και μία πόλη που μου έμαθε και διαμόρφωσε σε ένα βαθμό τον μεσογειακό μου χαρακτήρα. Για λόγους επαγγελματικούς όμως έχω ξοδέψει μεγάλα διαστήματα του χρόνου μου και σε άλλες χώρες όπως στην Σαουδική Αραβία, την Ελβετία και πολλές άλλες μητροπόλεις. η Ελλάδα είναι μοναδική για μένα και αναντικατάστατη παρ όλες τις ατυχίες και αδυναμίες της.

_Η καλαισθησία διδάσκεται;_

 

_ Α.Φ. «Δεν πιστεύω στην προτεραιότητα της αισθητικής, για παράδειγμα, μια υδρορροή πρώτα φροντίζουμε να τρέχει το νερό και μετά της δίνουμε τη μορφή του κεφαλιού από ένα λιοντάρι. Η αισθητική πολλές φορές συμβαδίζει με την αναγκαιότητα. Μας αρέσει το αναγκαίο γιατί μας εξυπηρετεί κάθε μέρα και εξασφαλίζει μια ποιότητα στην καθημερινότητά μας. Ένα παλιό κομοδινάκι κακότεχνο που έχω δίπλα στο κρεβάτι μου, το αγαπάω, το ζωγραφίζω χρόνια, το βλέπω ωραίο χωρίς να είναι. Ο έρωτας σε κάνει επίσης να βλέπεις την ομορφιά εκεί που οι άλλοι δεν την ανακαλύπτουν, έτσι να λες δεν είναι αυτός ή αυτή ωραία αλλά εσύ έχεις ανακαλύψει τη ψυχή του άλλου. Η ψυχή εξάλλου μαίνει πάντα αγέραστη, νεανική. Κάπως έτσι είναι η αισθητική. Δεν προσπαθώ πρώτα να κάνω κάτι αισθητικό, αλλά οργανικό. Μια καρέκλα που δεν κάθεσαι καλά θέλεις να την σπάσεις. Πολλές φορές δεν μας εξυπηρετεί η αισθητική, η πρόθεση να κάνουν κάτι ωραίο, όταν αυτή δεν καλύπτει τις ανάγκες μας. Η αισθητική πρέπει να είναι στις αναλογίες του ανθρώπου και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του. Αν κάτι είναι υπερφυσικό, το αποκαλούμε αντιαισθητικό.»

 

Β.Χ. Είμαι της γνώμης πως η καλαισθησία είναι κατ αρχάς έμφυτη και οι πρώτες εικόνες και γνώσεις είναι εκείνες με τις οποίες αρχίσαμε να γνωρίζουμε τον κόσμο μέσα στο περιβάλλον που μεγαλώσαμε. Θα μπορούσε βέβαια να διδαχθεί μέσα από γενικότερη γνώση. Αν δεν μπορείς για παράδειγμα να ξεχωρίσεις το όμορφο από το άσχημο τότε δεν θα είσαι σε θέση να αναγνωρίσεις το καλαίσθητο. Η ζωή μας είναι από μόνη της μία τέχνη και εμπεριέχει μέσα της απαραιτήτως ποίηση. Άσχετα αν δεν την βλέπουμε και παρασυρόμαστε από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Το ωραίο είναι συνήθως απλό και όχι πολύπλοκο. Θα απαντήσω με ένα ίσως αφελές παράδειγμα. Σε ένα σπίτι σε ένα νησί μου προσφέρθηκε καφές σε ένα πλαστικό πολύχρωμο δισκάκι εισαγωγής. Νόστιμος ο καφές δεν λέω. Σε ένα άλλο σπίτι στο ίδιο νησί δεν κατάφερα να δω την ποιότητα του δίσκου γιατί ήταν καλυμμένο με ένα χειροποίητο μικρό κέντημα. Δίπλα στο φλιτζάνι του καφέ σε ένα μικρό πιατάκι υπήρχε ένα λαχταριστό λουκούμι και παραδίπλα ένα κλαδάκι με δυο-τρία ανθισμένα γιασεμιά. Αυτό το θεωρώ καλαισθησία όσο αφελές και αν είναι το παράδειγμα.

 

_Τελικά, μετά τόσα χρόνια επίμονης και αδιάλειπτης δημιουργικής δράσης, τι σημαίνει καλλιτεχνική ευθύνη; Τί είναι η τέχνη για σας και τι η ποίηση;_

 

_Α.Φ. «Η τέχνη είναι το Θείο, είναι το φως. Η τέχνη δίνει μια ελπίδα και μια συνέχιση της ζωής. Γιατί, όταν βλέπεις μια τοιχογραφία σε κάνει να νιώθεις την αιωνιότητα, γιατί μπαίνεις μέσα στο έργο και ταξιδεύεις. Σου ανοίγει καινούργιους δρόμους και λες ότι συνεχίζεται η ζωή, αφού υπάρχουν τέτοιες δημιουργίες, που μας οδηγούν προς μια πνευματική ευωδία και μια πνευματική χαρά.»

 

Β.Χ. Τα λέει πολύ ωραία ο Αλέκος και συμφωνώ μαζί του. Οι τέχνες και τα γράμματα είναι σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού και ο πολιτισμός είναι απαραίτητος σε κάθε κοινωνία. Απολίτιστες κοινωνίες είναι άρρωστες κοινωνίες. Αντλούμε παραδείγματα από τον αρχαίο πολιτισμό, ζούμε τον σημερινό και κτίζουμε τον πολιτισμό του μέλλοντος έως κάποιο βαθμό. Και έτσι πάει λέγοντας. Η ποίηση δεν θα έλεγα πως σώζει τον κόσμο αλλά τον βοηθά να γίνει καλλίτερος. Αρκεί να υπάρχει αλήθεια. Όσο για την καλλιτεχνική ευθύνη τι να σας πω; Είναι αυτονόητο πως ο καλλιτέχνης θα πρέπει να είναι υπεύθυνος και ειλικρινής με αυτό που δημιουργεί. Η αλήθεια και η καθαρότητα είναι απαραίτητα στοιχεία και για να το πω απλά, τα φύκια να αποφεύγουμε να παρουσιάζονται ως μεταξωτές κορδέλες.

 

_Αλέκο, έχετε γράψει «εγώ είμαι στο σκαλάκι της πόρτας καθισμένος και περιμένω το πέρασμα της σκιάς, μιας γνώριμης έστω και άγνωστης αγαπημένης που έφυγε παντοτινά», ενώ ο Βαγγέλης Χρόνης γράφει ότι «είμαστε δέσμιοι και οι δύο στον ίσκιο των λέξεων και της βουβής ερμηνείας τους». Τελικά, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να εναλλάσσετε τη μαγεία των χρωμάτων με τη δύναμη των λέξεων; Πως ονειρεύεστε τον κόσμο και το αύριο; Τι φοβάστε περισσότερο; _

 

Α.Φ. «Δεν ονειρεύομαι τίποτα για το αύριο. Εξακολουθώ πάντα να ζωγραφίζω τον άνθρωπο και τις ασχολίες του. Έχω ζωγραφίσει ελάχιστα τοπία και λίγες νεκρές φύσεις. Εκείνο που με απασχολούσε και με απασχολεί είναι ο άνθρωπος. Προσπαθώ πάντα να απαλλαγώ από τους φόβους μου. Δεν φοβάμαι τη ζωή.»

 

Β.Χ. Φοβάμαι που ίσως χρειαστεί κάποια στιγμή να γίνω βάρος σε άλλους. Φοβάμαι για αυτούς που δεν θα ήθελα να φύγουν πριν από μένα. Φοβάμαι αν με προδώσει η σκέψη και η μνήμη. Και τόσα άλλα. Ας μου επιτραπεί όμως να απαντήσω με τον τελευταίο στίχο ενός ανέκδοτου ποιήματος μου:

 

αν αληθεύει πως ο θάνατος γεννά την ζωή

τότε τον αγαπώ που μου την χάρισε

και ας μην τον έχω γνωρίσει ακόμη.

 

_Οι σύγχρονοι Έλληνες καλλιτέχνες θεωρείτε ότι έχουν άμεση σχέση με το έργο των ποιητών κι αν ναι, υπάρχουν κάποιοι ομότεχνοι που σας έχουν συγκινήσει με τις ζωγραφικές ή χαρακτικές τους διατυπώσεις;_

 

_ Α.Φ. «Δεν νομίζω ότι ασχολούνται. Θα έπρεπε, αλλά, θαρρώ, ότι ελάχιστοι ενδιαφέρονται πραγματικά.»

 

Β.Χ. Και εγώ δεν γνωρίζω συγκεκριμένα παραδείγματα. Δεν είναι τόσο διαδεδομένο εξ όσων γνωρίζω ζωγράφοι να έχουν συνεργαστεί και να έχουν επηρεαστεί από στίχους ποιητών και αν έχουν θα είναι ελάχιστοι. Αντιλαμβάνομαι βέβαια πλήρως την δυσκολία μεταφοράς ενός συναισθήματος σε ένα πίνακα σε ένα καμβά ή ένα χαρτί. Χρειάζεται μεγάλη μαστοριά αλλά και τόλμη. Ο Αλέκος είναι η εξαίρεση. Έχει την ευκολία να μεταφέρει οποιοδήποτε συναίσθημα στην ζωγραφική του. Ίσως και αυτός να είναι ο κυριότερος λόγος που τα έργα του είναι γεμάτα ποίηση γιατί εσωκλείουν την μαγεία, την χαρά της ζωής και τον έρωτα. Οι μουσικοί αντίθετα, έχουν στενή συνεργασία με τους ποιητές αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.

 

_Ο Βαγγέλης Χρόνης, έχω την αίσθηση, ότι σε αρκετούς του στίχους έχει την ικανότητα να παρατηρεί σαν ζωγράφος, χρησιμοποιώντας τις λέξεις αντί για χρώματα. Αυτή η βαθιά ζωγραφική του καλλιέργεια αποτελεί και ένα στοιχείο που ενδυνάμωσε την τριαντάχρονη συνεργασία σας;_

 

_Α.Φ. «Ναι, πράγματι. Ο Βαγγέλης αγαπάει τη ζωγραφική και το έργο μου.»

 

_Διαβάζοντας το βιβλίο του Βαγγέλη Χρόνη “Ένα χωνάκι θλίψη” θα ήθελα να σας ρωτήσω, πώς προσεγγίζετε τη θλίψη με το χρωστήρα σας και τι σας θλίβει περισσότερο στη ζωή;_

 

_Α.Φ. «Δεν ζωγράφισα ποτέ τη θλίψη της ζωής αλλά τη χαρά. Είναι δύσκολο για μένα να ζωγραφίσω τη θλίψη, κάτι που κάνουν άλλοι ζωγράφοι. Εγώ είμαι πάντα ένας χαρούμενος ζωγράφος.»

 

Η ώρα κυλούσε και εγώ αποθησαύριζα σκέψεις και απόψεις δύο σημαντικών ανθρώπων του πολιτισμού, που η σχέση και η φιλία τους οδήγησε σε μια εμπνευσμένη δημιουργική συνεργασία. Θαρρείς σαν να συμπορεύτηκαν με την παραίνεση του μεγάλου απόντα της ελληνικής ζωγραφικής Γιάννη Τσαρούχη, που τόνιζε ότι «η τέχνη δεν είναι για να περνάς την ώρα σου. Είναι η θρησκεία του ζωντανού και αιώνιου πάθους».

 

Leave a Comment