Amedeo

Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β&Μ Θεοχαράκη

Ακολουθήστε μας

Search

B&M Theocharakis Foundation for the Fine Arts and Music
  -  Νέα   -  Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού του Τάκη Μαυρωτά (B’ Μέρος)

Ο Εγγονόπουλος ανυπόκριτα θαύµαζε τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο και διαφωτιστικά είχε δηλώσει: «Ευτύχησα να γνωρίσω τον µεγάλο ποιητή Ανδρέα Εµπειρίκο και τον µεγάλο Βολιώτη ζωγράφο, Τζόρτζιο ντε Κίρικο». Μου δόθηκε η ευκαιρία να µελετήσω το έργο του µεγάλου µεταφυσικού ζωγράφου και να επιµεληθώ την έκθεση O Τζόρτζιο ντε Κίρικο και η Ελλάδα. Ταξίδι µέσα από τη µνήµη, που παρουσιάστηκε στο Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο Νέας Υόρκης, τον Οκτώβριο του 2007 και νωρίτερα, τον Απρίλιο του 2007, στον Πολυχώρο Πολιτισµού Αθηναΐς, σε συνεργασία µε το Fondazione Giorgio e Isa de Chirico. Στον οµότιτλο κατάλογό της έκθεσης γράφω, µεταξύ άλλων, ότι είναι ένας από τους µεγάλους αιρετικούς του 20ού αιώνα, που αντιµετώπισε την τέχνη ως µµορφή καινοτόµων εµπειριών, ως πεδίο ενός ατέρµονου στοχασµού, µε θέσεις και συγκρούσεις. Η µεταφυσική του ζωγραφική (1911-1918) αναντίρρητα επηρέασε την εξέλιξη πολλών καλλιτεχνικών κινηµάτων, όπως είναι ο υπερρεαλισµός, οι Valori Plastici και το Novecento. Με την επιστροφή του στην παράδοση, η νεο-µπαρόκ ζωγραφική του δίχασε τους καλλιτεχνικούς κύκλους, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να δώσει στον χώρο τον απόκοσµο ρυθµό του σύµπαντος και στο χρόνο την αθανασία της στιγµής. Η εκφραστική και πλαστική του δύναµη προχωρεί πέρα από την αφήγηση του µύθου. Η βαθιά του αίσθηση µµπροστά στον µύθο, ιδιαίτερα του µινωικού λαβύρινθου, αποκαλύπτει τον δρόµο για την ερµηνεία της σηµειογραφίας του εικονιστικού του έργου. Το αίνιγµά της ζωής αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο στις περισσότερες τοπιογραφικές του προσεγγίσεις και πολλές διακρίνονται για τη µεταφυσική τους ενάργεια. Η θέα του ανοιχτού παραθύρου, µε τα διάσπαρτα ερείπια του αρχαίου πολιτισµού και τους ναούς, παραπέµπει στα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Ελλάδα και αποδεικνύει πόσο ζωντανή παρέµενε πάντα η µνήµη του χθες. Από την άλλη πλευρά, η παρουσία του ανδρείκελου ορίζει τη µεταφυσική του περίοδο, η οποία επηρέασε το έργο πολλών οµοτέχνων του. Ο Εγγονόπουλος και ο ντε Κίρικο έχουν την αίσθηση του αινίγµατος, του υπαινικτικού, του ανοίκειου και, µέσα από τις µυστικές διαδροµές της ψυχής και της σκέψης τους, αποκαλύπτουν τη δική τους αλήθεια, την απελευθέρωση του υποσυνείδητου. Το µυστήριο της ζωής πυροδότησε τη φαντασία του Νίκου Εγγονόπουλου, για να προσεγγίσει  την υποσυνείδητη όψη των πραγµάτων. Έτσι, συχνά επέστρεφε στο παρελθόν, στις µνήµες εκείνες που υπήρξαν καθοριστικές για την τέχνη του, αφού το τέλος πάντα γυρίζει στην αρχή. Η Κατερίνα Περπινιώτη-Αγκαζίρ, µεταξύ των άλλων, επισηµαίνει: «Στους κατά Εµπειρίκο «στιλπνούς δαίµονας» και στις «καλλιµάστους κόρας», που πρωταγωνιστούν στα έργα του Εγγονόπουλου, έχουν κατά καιρούς επισηµανθεί συγγένειες µε τις φιγούρες του Ντε Κίρικο (De Chirico) της µεταφυσικής περιόδου, µε τις µορφές στις µινωικές τοιχογραφίες, µε τους πρώιµους κούρους, µε τους βυζαντινούς αγίους, µε τις ψιλόλιγνες µορφές του ∆οµίνικου Θεοτοκόπουλου. ∆εν µπορούµε να γνωρίζουµε αν κάποια, περισσότερες, όλες ή καµία από αυτές απετέλεσε πηγή έµπνευσης για τον Εγγονόπουλο. Όµως, το τόσο γνώριµο εγγονοπουλικό “ανδρείκελο”, χωρίς χαρακτηριστικά προσώπου που να το εξατοµικεύουν ή να αποκαλύπτουν συναισθήµατα, εµφανίζεται από τα πρώτα υπερρεαλιστικά έργα έως τα τελευταία. […] Ο Εγγονόπουλος δεν δίστασε ποτέ να δανειστεί ή, ακόµα καλύτερα, να κλέψει στοιχεία από άλλους καλλιτέχνες σύγχρονούς του ή παλαιότερους. Τα χρησιµοποιεί παραθέτοντάς τα αυτούσια ή µεταπλάθοντάς τα αριστοτεχνικά, σύµφωνα µε τα κελεύσµατα της εκάστοτε έµπνευσης του και της ανάγκης της πλαστικής ολοκλήρωσης των έργων του. Σε αυτό το επίπεδο θα πρέπει να δούµε και να εξετάσουµε τις προφανείς σχέσεις του µε έργα άλλων καλλιτεχνών όπως του Τζόρτζιο ντε Κίρικο (Giorgio de Chirico), Μαρξ Έρνστ (Marx Ernst), του Ρενέ Μαγκρίτ (René Magritte), Αντρέ Μασόν (André Masson), του Πάµπλο Πικάσο (Pablo Picasso) και πολλών άλλων. Εκτιµώ πως ίσως θα ήταν πιο σωστό να χρησιµοποιήσουµε τη λέξη θαυµασµός, για επιµέρους επιτεύγµατα, και όχι επιρροή. […] Για να επιστρέψουµε στο θέµα των επιρροών, θα έλεγα ότι µετά µια περίοδο ενθουσιασµού και µερικής συµπόρευσης µε τις αρχές του γαλλικού κινήµατος, ο Εγγονόπουλος αποδεσµεύεται βαθµηδόν και χτίζει τον δικό του προσωπικό υπερρεαλισµό. Όπως άλλωστε οµολογεί και ο ίδιος ‘κάποια στιγµή είχα υπερεκτιµήσει τη ζωγραφική του De Chirico. Τελικά µε τον καιρό διαπιστώνω ότι όλες αυτές οι φωτοσκιάσεις µε ξενίζουν και τα χρώµατα…είναι χρώµατα όλα αυτά τα σκούρα;» (Νίκος Εγγονόπουλος, Ο ζωγραφικός του κόσµος, Αθήνα Μουσείο Μπενάκη, 2007, σελίδες 30, 34, 36).

Σαράντα τέσσερα χρόνια από τον θάνατο του ντε Κίρικο στη Ρώµη και τριανταεπτά από τον θάνατο του Εγγονόπουλου στην Αθήνα ακόµα συνεχίζουν αυτοί οι δύο ζωγράφοι να απασχολούν και να προκαλούν ατέρµονες συζητήσεις για το έργο τους. Ο ντε Κίρικο, στα 82 του χρόνια, ζωγράφισε την «Άποψη της Αθήνας» (1970, λάδι σε µουσαµά, Fondazione Giorgio e Isa de Chirico). Τότε που µµπορούσε κριτικά να στρέψει το βλέµµα του πίσω, να συνοψίσει και να αποτιµήσει, µε την πολύχρονη πείρα του, τα βήµατα της πορείας του, τον έπαινο, αλλά και τις έντονες επιθέσεις που δέχτηκε από τους υπερρεαλιστές και πολλούς κριτικούς. Η «Άποψη της Αθήνας», µε τον Ερµή και το κηρύκειο (σκήπτρο και σύµβολο της ιδιότητας του ως αγγελιαφόρου των θεών) να υπερίπταται της Ακρόπολης, θέτει ευλόγως το ερώτηµα: ποια άραγε κρυφά µηνύµατα µεταφέρει στην Αθήνα; Στην πόλη που τα εφηβικά του χρόνια διδάχτηκε τη ζωγραφική στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο από τους Κωνσταντίνο Βολανάκη και Γιώργο Ιακωβίδη, και που έως το τέλος της ζωής του ανέφερε µε βαθύ σεβασµό. Ο Εγγονόπουλος, χωρίς δισταγµούς και διλήµµατα, στα εξήντα εννέα του χρόνια, διευκρίνισε στη συνέντευξή του στο Θανάση Νιάρχο 

στη ζωγραφική µε γοήτευσαν οι Βυζαντινοί, ο Θεοτοκόπουλος, ο Μανέ, ο Σερά, ο Σεζάν, ο Παρθένης, ο Κλεέ και ο Ντε Κίρικο. Είµαι πρώτα ζωγράφος και µετά ποιητής. Γι’ αυτό κακώς αρχίσαµε από τον Σολωµό. Έπρεπε να αρχίσουµε από τους ζωγράφους, τον Θεοτοκόπουλο, τον Παρθένη. Ο Παρθένης δεν µε δίδαξε µόνο µε το µυαλό, αλλά µε την καρδιά του, έβγαλε ότι πολυτιµότερο έχει ο άνθρωπος, την αγάπη για τους ανθρώπους, για τα χρώµατα και τις γραµµές. (εφ. Θεσσαλία Βόλου, 1976).

Ο Εγγονόπουλος ήταν πάντα αυθεντικός και στα έργα του αποκαλύπτει αµφίσηµες ποιητικές εικόνες χωρίς όρια, δίνοντας το δικαίωµα σε κάθε θεατή να τις ερµηνεύσει ανάλογα µε τη δύναµη της φαντασίας του και να αντιληφθεί τη φιλοσοφική ή καυστική του διάθεση. Βαθιά αισθησιακός, χωρίς να λογοδοτεί ή να σεµνοτυφεί, αφήνει τις γυµνόστηθες γυναικείες του µορφές να πρωταγωνιστούν, ενσαρκώνοντας τον διαρκή πόθο και τις χαρούµενες σκέψεις. Στα έργα του συνήθως δεν επικρατούν ο τρόµος ή η βία [µε λίγες εξαιρέσεις, όπως τα εµβληµατικά «Εµφύλιος Πόλεµος», 1948, «Σύνθεσις», 1939, «Σύνθεσις (από την επανάσταση)»] και οι εξιστορήσεις τους περιέχουν συχνά τη συναίσθηση της ύπαρξης του κωµικού στοιχείου. Ο χρόνος, ο χώρος και η απόσταση αντανακλούν σχετικές έννοιες, αφού οι µυθικές του µορφές είναι σταθερά άχρονες. Έτσι οι µορφές µπορεί να έχουν κάποιο κεφάλι ψαριού ή ζώου ή να φορούν καπέλο, προσωπείο ή περικεφαλαία. Έργα που προκαλούν και διεγείρουν, αλλά που δεν προσβάλλουν, αφού τα σύµβολά του είναι, στην ουσία, φορείς νοηµάτων σε έναν παράδοξο κόσµο.

Ο Εγγονόπουλος, σε όλη του τη ζωή, µε ένταση και σοφία, εστίασε την προσοχή του στη ζωγραφική και την αγιογραφία, στην ποίηση και το θέατρο. Πολλές φορές, µε θαυµασµό, µίλησε για τους δασκάλους του και για τη βυζαντινή τέχνη, για την οποία ο ίδιος έλεγε ότι «είναι η πιο κοντινή σε µας µορφή της ελληνικής τέχνης». Ζωγράφισε αρκετές φορητές εικόνες [«Ο Άγιος Χαρίτων ο Μέγας» (1933), «Η Παναγία» (1934-1937), «Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ» (1942) και άλλες], στηριζόµενος στην καθαρότητα των δυνατών χρωµάτων, στην απόδοση του όγκου και στην απλοποίηση των επιφανειών. Ο Νίκος Ζίας γράφει για αυτή του τη θητεία: «Η “βυζαντινή θητεία” του περιλαµβάνει δύο φάσεις. Στην πρώτη ζωγραφίζει µια σειρά έργων µικρών διαστάσεων µε την τεχνική (αυγοτέµπερας) και την τεχνοτροπία (έλλειψη προοπτικής και τονικών διαβαθµίσεων των χρωµάτων) του Βυζαντίου µε θεµατολογία εκκλησιαστική ή και κοσµική. Στη δεύτερη φάση ενσωµατώνει στο υπερρεαλιστικό έργο του µορφικά ή τεχνικά στοιχεία λιγότερο ή περισσότερο εµφανή» (Νίκος Εγγονόπουλος, Αθήνα, εκδ. Αστρολάβος, 1999).

Ο Εγγονόπουλος είχε πατέρα Φαναριώτη και έτρεφε µεγάλο σεβασµό στον µεγάλο συνεχιστή της µεταβυζαντινής ζωγραφικής, τον πρόσφυγα της Μικράς Ασίας, Φώτη Κόντογλου, που τον οδήγησε στην αναζήτηση του πνευµατικού και του άυλου. Όπως συχνά µου λέει η εκλεκτή φίλη Ερριέττη Εγγονοπούλου, ο πατέρας της επαναλάµβανε, σχεδόν µοιρολατρικά, την τούρκικη φράση «µου ντουνιά, τσαρκ φελέκ», δηλαδή «ο κόσµος είναι στρογγυλός και γυρίζει». Έτσι, µε στωικότητα αντιµετώπισε τις δυσκολίες και τις χαρές της ζωής, δίνοντας µια προσωπική έκφραση στον οραµατικό του κόσµο, βυθιζόµενος συχνά στη µυθολογία και την ιστορία, για να αντικρίσει νηφάλια και σοφότερα το αύριο.

Ο Εγγονόπουλος ενσαρκώνει τον εµπνευσµένο Έλληνα καλλιτέχνη του 20ού αιώνα που αντλεί από την πλούσια ιστορική παρακαταθήκη της χώρας µας και παράλληλα βρίσκεται σε διάλογο και αρµονική συµπόρευση µε το διεθνές κίνηµα του υπερρεαλισµού. Αυτά πράττει, ταυτόχρονα µε τη χρήση των χαρακτηριστικών στιλπνών φωτεινών επιφανειών, που καλύπτουν, κάτω από το ελληνικό φως, ζωντανές µορφές και απόκοσµα, ταυτόχρονα, όµως, γνώριµα, ελληνικά και, γενικότερα, ευρωπαϊκά τοπία. Η πνευµατώδης προσέγγισή του προσθέτει ένα ακόµα ιδιαίτερο προσωπικό στοιχείο, που τα καθιστά διακριτά και αλησµόνητα. 

Leave a Comment