Amedeo

Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β&Μ Θεοχαράκη

Ακολουθήστε μας

Search

B&M Theocharakis Foundation for the Fine Arts and Music
  -  Νέα   -  Ο Ορφέας συναντά τον Μινώταυρο στην Αθήνα

Η έκθεση του Ιδρύματος Θεοχαράκη με θέμα μια σειρά από σημαντικά έργα του Πικάσο και του Κοκτώ ήταν σίγουρα το καλλιτεχνικό γεγονός του φετινού χειμώνα. Τα δύο “τρομερά παιδιά” της γαλλικής διανόησης (έναν τίτλο που ευχαρίστως θα έβαζε ο Κοκτώ στην έκθεσή μας, αν ζούσε) έφεραν στο Ίδρυμα πλήθος Αθηναίων -φιλότεχνων και μη- για να απολαύσουν από κοντά αυτό το αρμονικό καλλιτεχνικό πάντρεμα. Η έκθεση δεν θα ερχόταν, όμως, στην Αθήνα αν ο Γιάννης Κονταξόπουλος, ο συλλέκτης των έργων του Κοκτώ, δεν είχε δεχτεί να τα παραχωρήσει, αλλά και να βοηθήσει να φτάσουν τελικά -Πικάσο και Κοκτώ- σήμερα κοντά μας. Στο εισαγωγικό σημείωμα που έγραψε για τον κατάλογο της έκθεσης, μοιράζεται μαζί μας την ιστορία του μικρού οδοιπορικού των έργων των δύο κορυφαίων διανοουμένων του 20ου αιώνα, από την Ευρώπη στην Αθήνα.

 

“Σπάνια πετυχαίνουν τα ζευγαρώματα των καλλιτεχνών. Είναι, όπως γράφει ο Σεφέρης, σαν δύο άλογα ζεμένα στο ίδιο αμάξι που ξαφνικά τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις.

Ο Pablo Picasso έφτασε στα απώτατα όρια της παραστατικής τέχνης. Αναμειγνύοντας στα κλασικά μέσα απεικόνισης τις τεχνικές που τελειοποιήθηκαν κατά την εποχή του Κυβισμού, μας προσφέρει όχι μόνο μια νέα εικόνα της πραγματικότητας αλλά και μια εικόνα πληρέστερη και αληθέστερη. Η παραδοσιακή προοπτική μάς παρουσιάζει μία μόνο όψη του μοντέλου, αυτή που βλέπει ο ζωγράφος. Ο Picasso, o οποίος επιζητούσε να απoδώσει το μοντέλο με τον πιο αναλυτικό και συνάμα πιο σφαιρικό τρόπο, και ο οποίος πάσχιζε, ακολουθώντας το παράδειγμα του Cézanne, να αναπλάσει τις φόρμες που οι ιμπρεσιονιστές είχαν κάπως βυθίσει μέσα στην έγχρωμη ρευστότητα του φωτός, φαντάστηκε –σαν τον Μινώταυρο που περιτριγυρίζει τα θύματά του και με τον οποίο ταυτιζόταν κατά τα λεγόμενά του– ότι έπρεπε να περιστραφεί γύρω από το μοντέλο του και να αντιπαραθέσει στη ζωγραφική επιφάνεια τα ποικίλα επίπεδα που δημιουργεί ο όγκος. Από αυτό του το εγχείρημα να αποδώσει τους όγκους με το σχέδιο και το χρώμα καθώς και να απεικονίσει ταυτόχρονα στο ίδιο έργο τις πολλές όψεις (ανφάς, προφίλ, κλπ.) της φόρμας των αντικειμένων προκύπτουν συνθέσεις που μπορεί να φαντάζουν περίπλοκες στο μάτι του αμύητου θεατή, συνθέσεις που πρέπει να μάθει κανείς να αποκρυπτογραφεί και οι οποίες δεν είναι ποτέ αυθαίρετες.

Η αξία του Jean Cocteau θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Ο μοντέρνος αυτός Ορφέας ασχολήθηκε σχεδόν με όλες τις τέχνες για να συγκροτήσει –ακόμα και να επανεφεύρει– τη δική του ποίηση, επιστρατεύοντας σαν «οχήματα» σε αυτή του την αναζήτηση τη ζωγραφική, το μυθιστόρημα, το θέατρο, την κριτική, τον κινηματογράφο. Η πολλαπλότητα των μέσων έκφρασης που χρησιμοποίησε με δεξιοτεχνία προβλημάτισε επί μακρόν τους κριτικούς. Πολλοί τον κατηγόρησαν για πολυπραγμοσύνη, καθώς δεν μπόρεσαν να ανιχνεύσουν κάτω από την τεχνική πολυσχιδία τη σταθερότητα της προσωπικής θεματικής που προσδίδει στο έργο του στιβαρή ενότητα. Η καθαρή γραμμή του, που στόχο έχει μόνο το ουσιώδες, όταν εγκαταλείπει τη γραφή για να μεταμορφωθεί σε σχέδιο, διατηρεί την ίδια εκφραστική δύναμη. Μέσα από διαδοχικές αφαιρέσεις, ο Cocteau αναζητεί την απέριττη φόρμα, τον καθαρό όγκο δίχως να λαθεύει. Γοητευμένος από την καθαρότητα της γραμμής και τη διαύγεια του λόγου, επιχειρεί κατόπιν να εφαρμόσει και σε άλλους τομείς της δημιουργίας αυτή την «αισθητική του ελαχίστου», οι αρετές της οποίας είναι η απλούστευση, η σαφήνεια, η ακρίβεια και η ταχύτητα. Έτσι, η ποίηση γίνεται ο καταλύτης όλων των τεχνών. Η περίπτωση του ανένταχτου Cocteau μάς διδάσκει ότι οι τέχνες είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αξίζει άλλωστε να επισημάνει κανείς τη σπουδαιότητα της επινόησης από τον ίδιο της έννοιας της σύνθεσης των τεχνών, την οποία διεκδικούν πλέον οι καλλιτέχνες του 21ου αιώνα. Η νεωτερικότητα αυτής της ελεύθερης, εξόχως πολύπλοκης και παράδοξης φυσιογνωμίας που υπήρξε ο Cocteau θεωρείται σήμερα επιβεβλημένη όσο ποτέ άλλοτε.

Στην αστείρευτη δημιουργική ορμή του Cocteau και στο άοκνο ερευνητικό πνεύμα του Picasso, προστίθεται, σε αμφότερους τους καλλιτέχνες, η βαθύτατη αίσθηση της ανθρώπινης διάστασης –και εκεί ακριβώς έγκειται η σπουδαιότητα του ζευγαρώματός τους. Οι απεικονίσεις του Cocteau και του Picasso δεν αποτελούν απλώς εικαστικές επιτυχίες· συνιστούν μαρτυρίες σχετικά με τον άνθρωπο του καιρού μας. Εκφράζουν τις χαρές του: ο Cocteau και ο Picasso εξυμνούν τον ερωτισμό, την αγάπη· εκφράζουν τις ανησυχίες του: τον πόλεμο, τον θάνατο μέσα από την τραγωδία της ταυρομαχίας. Και, όταν ο Cocteau και ο Picasso, ξανασυναντούν τα σύμβολα της ελληνικής μυθολογίας, τότε το ανθρωπινό των έργων τους αγγίζει το οικουμενικό. Έτσι, η έκθεση που πραγματοποιείται στο Ίδρυμα εικαστικών τεχνών και μουσικής Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη φιλοδοξεί, για να ξαναδανειστώ την εικόνα του Σεφέρη, να αποδείξει ότι στην περίπτωση των δύο αυτών καλλιτεχνών δεν υπάρχει διόλου αμάξι, παρά μόνο δύο ελεύθερα άλογα καλπάζοντας πλάι-πλάι σε ένα πράσινο λιβάδι.

Ύστερα από πολύμηνη περιήγηση στην Ευρώπη και την Ασία –στη Βιέννη το 2011, στο Λουξεμβούργο το 2012, στο Χονγκ Κονγκ το 2013– η συλλογή μου με εικαστικά έργα του Jean Cocteau φιλοξενήθηκε από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο του 2015 στο Μουσείο Picasso της Γερμανίας (Münster), συνυπάρχοντας, αυτή τη φορά, με τη μόνιμη συλλογή ενός από τα πέντε μουσεία στον κόσμο που φέρουν την επωνυμία «Picasso». Στον απόηχο αυτής της σπουδαίας εκδήλωσης αποφάσισα να εμπιστευθώ στο Μουσείο Picasso του Münster μία σειρά από πρωτότυπα σχέδια του Jean Cocteau ως μακροχρόνιο δάνειο, ώστε να εμπλουτισθεί η συλλογή έργων ζωγράφων που υπήρξαν φίλοι του Picasso –του Georges Braque και του Marc Chagall–, τα οποία ήδη διαθέτει το Μουσείο. Η έκθεση αυτή παραλλαγμένη μεταφέρεται τώρα στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. Συγκεντρώνει ένα σύνολο από 200 έργα, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γνωριμία του Cocteau με τον Picasso, γνωριμία που σηματοδοτεί την έναρξη μισού αιώνα φιλίας. Μια φιλία γόνιμη και γεμάτη εντάσεις, σε κάθε περίπτωση θυελλώδη.

Η παρούσα έκθεση, μέσα από μια σειρά ενοτήτων που αντλούνται από τη θεματική («Μορφές και τελετουργίες») και τη φόρμα («Η περιπέτεια της γραμμής») της εικαστικής παραγωγής των δύο καλλιτεχνών, φιλοδοξεί να εδραιώσει έναν διάλογο. Δεν πρόκειται για έναν αγώνα επίδειξης δύναμης ανάμεσα στα έργα των δύο καλλιτεχνών, τα οποία προέρχονται από δύο συλλογές, αλλά για μια πρόσκληση γνωριμίας μαζί τους με έναν τρόπο διαφορετικό. Ασφαλώς, ο διάλογος δεν εκτυλίσσεται ευθύς εξαρχής σε όλες τις περιπτώσεις. Ενίοτε εμφανίζονται κάποιοι «μακρινοί» απόηχοι. Ωστόσο, η ιχνηλάτηση μιας τέτοιας συνάντησης παρουσιάζει ορισμένα προτερήματα που θεωρώ ότι δεν είχαν επισημανθεί ως τώρα. Η έκθεση, χάρη στην καινοτόμο σκηνογραφική προσέγγιση και στη συνοδευτική επιστημονική έκδοση, μας επιτρέπει, κατ’ αρχάς, να εξετάσουμε την περιπέτεια της γραμμής του Picasso υπό το φως των εικαστικών καταγραφών ενός από τους μεγαλύτερους Γάλλους ποιητές και κριτικούς του 20ού αιώνα, ο οποίος έχαιρε, λόγω της εγγύτητάς του με τον ζωγράφο, της εύνοιάς του ως προνομιούχος συνομιλητής. Με σημείο αναφοράς την ανάλυση του Cocteau, η έκθεση προτείνει στον επισκέπτη έναν ανέκδοτο οδηγό, συνοδευτικό του έργου του Picasso. Στη συνέχεια, η αντιπαραβολή επιχειρεί να καταδείξει ότι το εικαστικό έργο του Cocteau φέρει συχνά τη σφραγίδα άλλοτε των κριτικών του συλλογισμών επί του έργου του Picasso και άλλοτε της επιρροής που άσκησε πάνω του ο εντυπωσιακός φίλος του. Τέλος, η έκθεση επιβεβαιώνει ότι ούτε ο Picasso στερείται επιρροών από το ύφος του Cocteau: η επινοητικότητα, η εντυπωσιακή φραστική δεξιοτεχνία που βρίθει παραδόξων, τα παιγνιώδη γλωσσικά ευρήματα που μετατρέπονται σε εξίσου χιουμοριστικές απεικονίσεις, ακόμη και ο χειμαρρώδης ποιητικός λόγος του Picasso όταν καταπιάνεται με τη συγγραφή, συνιστούν τα στοιχεία με τα οποία ο γάλλος ποιητής σφράγισε το σύμπαν του ισπανού ζωγράφου.

Άραγε μπορούσε κανείς να φανταστεί ωραιότερο σκηνικό από την Αθήνα που λάτρεψε ο Jean Cocteau για την πραγματοποίηση του ονείρου του; Της γειτνίασης, κάτω από την Ακρόπολη, με τον ζωγράφο που, στα δικά του μάτια, έτρεχε «πιο γρήγορα από την ομορφιά», με τον δημιουργό για τον οποίο έγραψε μερικούς από τους ωραιότερους στίχους της γαλλικής ποίησης και με τον οποίο διέσχισε τις ατραπούς του αιώνα έχοντας ως μοναδικό οδηγό τη φιλία;

 

Η ιστορία μιας συλλογής

Η αγάπη μου για το έργο του Cocteau χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Θυμάμαι ότι βρέθηκα για πρώτη φορά μπροστά σε ένα πρωτότυπο σχέδιό του σε μια χαριτωμένη γκαλερί που διατηρούσε η Fanfan Berger στη Rue de Seine, στο Παρίσι. Αυτή η αίθουσα τέχνης υπήρξε για μεγάλο διάστημα ένα καταφύγιο για το εικαστικό έργο του Cocteau και για τον σύλλογο των φίλων του. Ήταν ένα μικροσκοπικό ισόγειο όπου μπορούσε κανείς να απολαύσει όσα έβλεπε στους τοίχους, τρέφοντας την ελπίδα ότι κι άλλες θαυμαστές αποκαλύψεις θα αναδύονταν σιγά σιγά από εκείνο το μυστικό υπόγειο, ένα είδος κρύπτης, όταν η Fanfan –χάρη στην ευτυχή κατάληξη μιας συζήτησης και νιώθοντας εμπιστοσύνη απέναντι στον συνομιλητή της– χανόταν ξαφνικά στα βάθη του με ένα γέλιο να λαμπυρίζει μέσα στα σπινθηροβόλα μάτια της. Ενίοτε, η αναμονή είχε κάτι από την εξαίσια αγωνία των ερωτικών συνευρέσεων. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η γεμάτη ζωηρότητα και νευρικότητα γραμμή του Cocteau με σαγήνευσε, όπως άλλωστε συνέβη και με μερικά από τα κείμενά του που είχα διαβάσει. Έβρισκα ότι ο Cocteau είχε μπορέσει να πραγματοποιήσει αυτό που ο Goethe αποκαλεί «δύσκολη απλότητα». Η λιτότητα της γραμμής του, όμοια με την τέχνη των ελληνικών αγγείων, έκανε τον Cocteau να φαντάζει στα μάτια μου σαν ένας αρχαίος Έλληνας που είχε παραστρατήσει και είχε βρεθεί στον 20ό αιώνα. Δεν ευτύχησα φυσικά να τον γνωρίσω για τον ίδιο λόγο που γράφει ο ποιητής: «Αν έφευγες αργότερα, αν έφθανα νωρίτερα …»

Η συλλογή μου ξεκίνησε έχοντας ως μοναδικό κίνητρο την έντονη συγκίνηση που προκαλεί η επαφή με το έργο τέχνης. Για να πω την αλήθεια, ανακάλυψα στην τέχνη και στη λογοτεχνία δύο μέσα για να καταλάβω τον κόσμο και το νόημα της ζωής, πέρα από τη σταδιοδρομία μου στο δικαστικό σώμα στην Ελλάδα ή αργότερα στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τον καιρό, οι λόγοι που με ώθησαν στη συλλογή έργων τέχνης διαφοροποιήθηκαν. Το ζητούμενο ήταν πλέον να συγκροτηθεί ένα ομοιογενές σύνολο γύρω από τον Cocteau –ζωγραφικά έργα, σχέδια, κεραμικά, χαρακτικά, εικονογραφημένα βιβλία, χειρόγραφα, φωτογραφίες, αρχεία– και να αποκτήσω βαθύτερες γνώσεις για το έργο του μέσα από τις πολυάριθμες δημοσιεύσεις που του αφιέρωσα. Είναι προφανές ότι η ευχαρίστηση που ένα αντικείμενο ή μια εμπειρία μάς προσφέρουν επηρεάζεται από όσα γνωρίζουμε γι’ αυτά. Ενίοτε η γνώση βελτιώνει την αισθητική.

Πολλές φορές, η δημιουργία μιας συλλογής συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με τη θετική πράξη της οικοδόμησης: οικοδόμηση του εαυτού μας, οικοδόμηση μιας φιλικής σχέσης, οικοδόμηση μιας αισθητικής και μιας ευαισθησίας, οικοδόμηση της συντροφικότητας μέσα στις χαρές και μέσα στις λύπες της ζωής, χωρίς να λησμονούμε επίσης τη συγκρότηση μιας περιουσίας. Η θετική πράξη αυτής της οικοδόμησης συνιστά εντέλει την πρωταρχική περιπέτεια της ζωής, την ευγενέστερη και γονιμότερη περιπέτεια κάθε συλλέκτη έργων τέχνης, αφού του επιτρέπει να γίνει ο ίδιος δημιουργός.

*

Στον παρόντα τόμο αποθησαυρίζονται οι γνώσεις, αφενός, ιστορικών τέχνης αναφορικά με τη συγκριτική προσέγγιση του εικαστικού έργου των δύο καλλιτεχνών και, αφετέρου, λογοτεχνικών ερευνητών σε ό,τι αφορά στη φιλία που συνέδεσε τον Cocteau και τον Picasso εντός του ιστορικού πλαισίου της. Εκτός των κριτικών μελετών και των μαρτυριών, ο κατάλογος αυτός προσφέρει, στο πλαίσιο της καταγραφής του χρονικού της φιλίας των δύο καλλιτεχνών, ένα μεγάλο τμήμα της ανέκδοτης αλληλογραφίας τους, πρωτογενή πηγή-κλειδί για την κατανόηση της «ασύμμετρης», όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, σχέσης τους, την οποία χαρακτηρίζει τόσο η διαχυτική εγκαρδιότητα όσο και η ουδέτερη αποστασιοποίηση.

Επιθυμώ να απευθύνω εδώ τις ευχαριστίες μου, κατ’ αρχάς, στον κύριο και την κυρία Θεοχαράκη για την ελληνική – με όλη τη σημασία της λέξης – φιλοξενία της έκθεσης και γενικότερα το όραμά τους για τον πολιτισμό στην Ελλάδα.

Ένας ακάματος και οξυδερκής ιστορικός τέχνης, ο κ. Τάκης Μαυρωτάς, διευθυντής εικαστικού προγράμματος του Ιδρύματος Θεοχαράκη, ενθουσιάστηκε με την ιδέα της έκθεσης ήδη από την πρώτη στιγμή της πρότασής της, γεγονός που μας επέτρεψε να την υλοποιήσουμε υπό τις ευτυχέστερες συνθήκες, δηλαδή εκείνες της ειλικρινούς φιλίας. Ανέκαθεν όμως θαύμαζα τον επιστημονικό λόγο του κ. Μαυρωτά στη μακρόχρονη διακονία του στα τεχνοκριτικά: η προσέγγιση που κάθε φορά επιχειρεί δεν συνίσταται σε αυθαίρετες-ωραιοφανείς-γενικόλογες-ψευδοπολύπλοκες ερμηνείες που εν τέλει θα φυλάκιζαν το καλλιτεχνικό έργο, αλλά στη διακριτική αποκάλυψη εκείνων των μύχιων πτυχών που του δίνουν φτερά επιτρέποντας στον φιλότεχνο να ανακαλύψει μόνος του και εντός του εαυτού του την αλήθεια του καλλιτεχνικού έργου και έτσι «εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα του ν’αγγίζει». Αν, όπως λένε, μία εικόνα είναι χίλια λόγια, ο μεστός λόγος του κ. Μαυρωτά είναι χίλιες εικόνες. Η πένα του έχει τη δύναμη του χρωστήρα. Είμαι ευγνώμων στον κ. Μαυρωτά για την τιμή που μου έκανε να επιμεληθεί την έκθεση καθώς και για το καίριο κείμενό του που φωτίζει, για τον λόγο που προανέφερα, την ουσία των έργων της έκθεσης.

Ως διαχειριστές των πνευματικών δικαιωμάτων για το σύνολο του έργου του Jean Cocteau και του Pablo Picasso, ο κ. Pierre Bergé, πρόεδρος του Ιδρύματος Yves Saint Laurent, και ο κ. Claude Picasso, αντίστοιχα, μου παρείχαν ευγενώς την άδεια να συμβουλευτώ τα αρχεία των δύο καλλιτεχνών στη Γαλλία και τους ευχαριστώ πολύ γι αυτό. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τους λοιπούς συγγραφείς του παρόντος τόμου: τον κ. Markus Müller, διευθυντή του Μουσείου Picasso και καθηγητή ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Münster, και την κ. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, καθηγήτρια ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και πρώην πρόεδρο του Κέντρου Pompidou, για την ουσιώδη συμβολή τους. Last but not least, ευχαριστίες οφείλονται στους αφανείς ήρωες, την κ. Δέσποινα Αλεξανδρή, η οποία μαζί με την επαγγελματική ομάδα που συγκρότησε, την κ. Μαρία Μουρκούση, τον κ. Βασίλη Τσαλή και τον κ. Colin McCullough, ανέλαβαν υποδειγματικά το τιτάνιο έργο των μεταφράσεων του καταλόγου καθώς και στο προσωπικό του Ιδρύματος Θεοχαράκη για την αφοσίωσή του.

Ο κ. Serge Dieudonné, ο οποίος γνώρισε τον Cocteau και τον Picasso στην Arles στις αρχές της δεκαετίας του 1960, απάντησε επανειλημμένως στις ερωτήσεις μου παρέχοντας εξαντλητικές λεπτομέρειες κατά τη διάρκεια της διετούς επεξεργασίας του καταλόγου της έκθεσης. Ποιητής και ζωγράφος ο ίδιος, δημιούργησε, με την ευκαιρία της διοργάνωσης της έκθεσης στη Γερμανία, ένα μνημειώδες βιβλίο του καλλιτέχνη, εμπνευσμένο από τη φιλία του Cocteau με τον Picasso. Το έργο αυτό (σελ. 208-209) καθώς και τα πρωτότυπα σχέδια του κ. Αλέκου Φασιανού για την εικονογράφηση του ποιήματος με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο θάνατος των εφήβων της θεϊκής Ελλάδας» του Cocteau (σελ. 206-207) που εκτίθενται για πρώτη φορά στην Αθήνα, υπογραμμίζουν πόσο αμετάκλητα μοντέρνοι, με την έννοια της ζωτικότητας, παραμένουν ο Cocteau και ο Picasso μέσα στην παραζάλη της τέχνης του 21ου αιώνα.

Βαθιά μου επιθυμία και ευχή είναι η έκθεση αυτή να αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι της στην πλούσια ιστορία του Ιδρύματος Θεοχαράκη αλλά και στη ζωή της πόλης που γεννήθηκα προσφέροντας στους κατοίκους και στους επισκέπτες της μια πολιτιστική εκδήλωση και μια εκδοτική παραγωγή ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας, σε πείσμα των καιρών.”

Γιάννης Κονταξόπουλος 

Βρυξέλλες, Σεπτέμβριος 2015

 

***Τον κατάλογο της έκθεσης “PICASSO COCTEAU: ΟΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΥ”  μπορείτε να αγοράσετε εδώ:

http://artshop.thf.gr/el/home/48-picasso-cocteau–9786185201005.html

Leave a Comment