Amedeo

Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β&Μ Θεοχαράκη

Ακολουθήστε μας

Search

B&M Theocharakis Foundation for the Fine Arts and Music
  -  Νέα   -  Ιχνηλατώντας την ανανέωση της ανθρώπινης μορφής (Μέρος Γ’)

της Λαμπρινής Καρακούρτη-Ορφανοπούλου

 

Η ανθρώπινη μορφή και η αναζήτηση του μοντερνισμού μέσα από την παράδοση

Η Μορφή στη ζωγραφική της γενιάς του ’30.

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Οκτωβριανή Επανάσταση και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, δημιουργήθηκαν μεγάλα πολιτικά, ηθικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, που δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις τέχνες και τον εικαστικό κόσμο. Στην Ελλάδα η Μικρασιατική καταστροφή υπήρξε καταστροφική και καθόρισε ό,τι επακολούθησε. Στη δεκαετία 1920-1930 κορυφώνεται το επιτακτικό αίτημα για επιστροφή στις ρίζες και συνέχιση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Όλοι επεξεργάζονται έναν εικαστικό λόγο, που ν’ ανταποκρίνεται απ’ τη μια μεριά στις εθνικές επιδιώξεις και τα ιδανικά της ελληνικής κοινωνίας και από την άλλη ν’ αντανακλά τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά έργα. Οι καλλιτέχνες παρακολουθούσαν τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις στον διεθνή χώρο και επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω των καλλιτεχνικών περιοδικών που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία 1930-1940: ο «20ός Αιώνας» (1933) που εξέδιδε ο Μιχ. Τόμπρος, το «Τρίτο Μάτι» (1935) από μία ομάδα φίλων που δίνουν το στίγμα της εποχής με τον στοχασμό και την τέχνη τους (Σ. Δούκας, Δ. Πικιώνης, Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας, Σπ. Παπαλουκάς, Σ. Καραντινός, Τ. Παπατσώνης, Μ. Τόμπρος και Ά. Θεοδωρόπουλος) και η εφημερίδα «Τέχνη» (1938).

Αυτή την περίοδο η τέχνη των ζωγράφων είναι ανθρωποκεντρική, κυριαρχεί η ανθρώπινη μορφή και οι καλλιτέχνες αναζητούν στην παράδοση, αξίες που γίνονται πρότυπα. Ανακαλύπτουν το συμβολικό κόσμο της βυζαντινής ζωγραφικής και την αφαιρετικότητα των εικόνων της, τη διακοσμητικότητα της λαϊκής τέχνης και τη γεωμετρική υφή των μορφών της καθώς και την αρμονία και ισορροπία της κλασικής τέχνης. Σε αυτήν την παράδοση ψάχνουν να διατηρήσουν την αυθεντικότητά τους, την «ελληνικότητά τους» συμπαρατάσσοντας ή διαχωρίζοντας στοιχεία από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή τέχνη. Αυτό ακριβώς αναφέρει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στο διάλογο με τον Σεφέρη για την ποίηση:

«Στον κάθε Έλληνα γι’ αυτό, η ελληνικότητα, σαν το ιδεατό Σύνολο της πνευματικής ζωής του λαού όπου ανήκει, είναι μέσον για να φθάσει ως τη βαθύτερη πηγή του εαυτού του, εκεί όπου έχουν τη ρίζα τους τα έργα που ονομάζονται γνήσια, γιατί είναι φανέρωμα του βαθύτερου στοιχείου της ατομικότητας του δημιουργού και του λαού, από τον οποίον η ατομικότητα δεν χωρίζεται, προ παντός όταν είναι δημιουργική. Η ελληνικότητα είναι, για τον ίδιο λόγο, μέσο βοηθητικό για τον έλεγχο της γνησιότητας ενός έργου τέχνης».8

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), με το έργο του Η νύχτα αποκρίνεται στα παράπονά μου, συνεχίζει τις αλληγορικές συνθέσεις του, με ιδεαλιστικό αντιρεαλιστικό χαρακτήρα. Η κεντρική αγγελική μορφή αποδίδεται με ευθύγραμμη γωνιώδη σχηματοποίηση, φανερή καταγωγή από τον κυβισμό. Στα αρχιτεκτονικά στοιχεία, η φόρμα διασπάται σε γεωμετρικά σχήματα και ανασυντίθεται, κατά το πρότυπο των μετακυβιστικών έργων του Ζωρζ Μπρακ (1882-1963) και του Πάμπλο Πικάσσο (1881-1973) της δεκαετίας του ’20.9

Στο ίδιο φάσμα της μυθολογικής και αλληγορικής θεματογραφίας του Παρθένη κινείται και ο Γεράσιμος Στέρης (1898-1987), καθώς το έργο του είναι επικεντρωμένο σε νησιωτικά τοπία και στην ανθρώπινη μορφή, με την έννοια του δημιουργού και με υπομνήσεις στην ελληνική μυθολογία. Το έργο του Ελληνικό λαϊκό τραγούδι, ανήκει στις συνθέσεις που χαρακτηρίζονται από στατική ηρεμία και συγκρατημένη εκφραστικότητα. Η αινιγματική ατμόσφαιρα του τοπίου, με τους κλειστούς στο περίγραμμα, μνημειακούς όγκους και τις ανθρώπινες μορφές με τα απλανή μάτια προσδίδουν μια απόκοσμη και αινιγματική ατμόσφαιρα που φανερώνει την επίδραση των Τζόρτζιο ντε Κίρικο (1888-1978) και Κάρλο Καρά (1881-1966). Χωρίς αμφιβολία ο Στέρης με την χρήση του μύθου και την πρωτότυπη εικαστική του προσέγγιση έδωσε την δική του θέση στο θέμα της «ελληνικότητας» τη δεκαετία του ’30.

Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1873-1934), είναι μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της λαϊκής τέχνης. Απεικόνισε θρησκευτικά θέματα, επεισόδια της αρχαίας και της σύγχρονης ιστορίας, αρχαίους ήρωες και αγωνιστές του 1821, μορφές της παράδοσης και της καθημερινής ζωής. Η ανακάλυψή του από τον Tériade (Στρατή Ελευθεριάδη) και η επανεκτίμηση του λαϊκού ζωγράφου εγγράφεται στο κλίμα της αναζήτησης της «Γενιάς του Τριάντα», για μία τέχνη με ελληνική ταυτότητα. Στο έργο Η Ωραία Αδριάνα των Αθηνών, ο Θεόφιλος αναπτύσσει όλη την εικόνα χωρίς προοπτική, κρατώντας τη μορφή στην επιφάνεια του ζωγραφικού έργου. Όλα τα χρώματα διατηρούν τον ίδιο χαρούμενο, ζωντανό τόνο, στοιχείο που ενοποιεί την επιφάνεια και αποδεικνύει «τη σημασία του μέσα στην εξέλιξη της νεοελληνικής αισθητικής».10

Ένας άλλος πολύ σημαντικός καλλιτέχνης, ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), παραμένει προσηλωμένος στην ανθρωποκεντρική ζωγραφική. Μνημειώνει την καθημερινότητα των λαϊκών ανθρώπων -άνδρες, γυμνοί, ή ντυμένοι, μέσα σε λαϊκά δωμάτια ή καφενεία, Ελληνίδες με παραδοσιακές στολές, ναύτες σε αρχετυπικές εικόνες- μ’ ένα ιδιότυπο ζωγραφικό ιδίωμα, δίνοντας τη δική του απάντηση στο τί είναι «ελληνικότητα». Από το 1936 έως τις παραμονές του πολέμου (1939), ο Τσαρούχης ζωγράφισε μερικά από τα πιο επαναστατικά και ολοκληρωτικά έργα, τόσο από την άποψη του περιεχομένου όσο και από την άποψη της μορφής του ελληνικού μοντερνισμού, όπως το έργο Ναύτης. Για την τεχνοτροπία των πινάκων αυτής της εποχής ο ίδιος λέει: «Βασίζεται στο χρώμα και στους αρμονικούς συνδυασμούς του και στην αναδημιουργία της φόρμας και μοιραία στο βιασμό της προοπτικής». Ο Αλέκος Λεβίδης σημειώνει «[…] Το σχέδιο του δεν είναι «φυσιοκρατικό», δεν αποσκοπεί στη ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά είναι ένα περίγραμμα που οριοθετεί επιφάνειες, οι οποίες παριστάνουν με περισσότερη ή λιγότερη πειστικότητα ανθρώπινες μορφές […]. Στο σχεδιασμό αυτών των πινάκων αποφεύγει συστηματικά κάθε προοπτική ιεράρχηση του χώρου, και ο Τσαρούχης καταλήγει «μοιραία», όπως και ο Ματίς, στον βιασμό της προοπτικής».11

Ανάλογη εικαστική γλώσσα με τον Τσαρούχη χρησιμοποιεί και ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995) την περίοδο αυτή. Στο έργο του Το σχέδιο, ο ζωγράφος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον όγκο του σώματος, που υποδηλώνεται μόνο με τη βοήθεια του σχεδίου και των ισχυρών προοπτικών συνιζήσεων, αφού το χρώμα είναι επίπεδο, όπως το απαιτούσε η μοντέρνα τέχνη. Η μνημειακότητα της ανθρώπινης φιγούρας με τα τονισμένα περιγράμματα παραπέμπει τόσο στον Ματίς, όσο και στον Πικάσσο.

Ο Γιάννης Μόραλης (1916-2009), ο οποίος το 1936 αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών, γαλουχημένος με το δίδαγμα της «Γενιάς του Τριάντα» ζωγράφισε το έργο Στον υπαίθριο φωτογράφο, χαρακτηρίζοντάς το «βυζαντινίζον και λαϊκό».12 Στη μεταπολεμική περίοδο, ο Μόραλης θα μας δώσει πιο σχηματοποιημένες μορφές, καθώς επιδιώκει να πετύχει αναγωγή της εικόνας στην ιδέα που η εικόνα εμπεριέχει.

Ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας (1906-1994) αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στους καλλιτέχνες της «Γενιάς του Τριάντα». Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του κυβισμού στην Ελλάδα. Μέσω της χρήσης ενός κυβιστικού λεξιλογίου, οδηγείται σ’ ένα δικό του ύφος αποδίδοντας την ανθρώπινη μορφή μέσω του πνεύματος, της λογικής, ως αυθύπαρκτη κατασκευή όπως είναι ο κόσμος για τους κυβιστές. Στο έργο του Αντιφεγγίσματα, ο ζωγράφος μεταμορφώνει την ανθρώπινη μορφή και τα πράγματα στο δωμάτιο σε σχήματα και δημιουργεί μια νέα αντίληψη του χώρου, σύμφωνη με τους όρους του κυβισμού.

Οι καλλιτέχνες στην περίοδο του μεσοπολέμου ζωγραφίζουν την ανθρώπινη μορφή συνταιριάζοντας στοιχεία των πρωτοποριακών κινημάτων των αρχών του 20ού αιώνα με τα διδάγματα από την αρχαιότητα, το βυζάντιο και τη λαική τέχνη. Επικρατεί η λατρεία του σώματος, διαχρονική αντίληψη της ελληνικής τέχνης, και οι καλλιτέχνες αυτής της γενιάς διαμορφώνουν μια καθαρά ανθρωποκεντρική τέχνη, μέσω της οποίας αναζητούν και προβάλλουν την ιδεολογική τους ταυτότητα.

 

Εξπρεσιονιστικές αναζητήσεις – Προβολή της εσωτερικής εικόνας

Στη θεματική της ανθρώπινης φιγούρας είναι προσηλωμένη και η ζωγραφική του Γιώργου Μπουζιάνη (1885-1959). Αντιπροσωπεύει μια εξπρεσιονιστή τάση, σχεδόν ανύπαρκτη εκείνη την περίοδο στον υπόλοιπο ελληνικό εικαστικό χώρο. Έζησε στο Μόναχο μέχρι το 1935, και γνώρισε όλα τα κινήματα του εξπρεσιονισμού. Ο Μπουζιάνης στα έργα του Ο Θείος και η Θεατρίνα εξωτερικεύει τα ψυχικά βιώματα, την αντίθεση και το σαρκασμό του για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Μέσω του χρώματος εκφράζεται ελεύθερα, επιθετικά, παραμορφώνοντας τη μορφή και εκφράζοντας το δράμα της ανθρώπινης μοίρας, τα πάθη του ανθρώπου. Οι μορφές του μοιάζουν σαν να αναδύονται μέσα από μια ρευστή και μαζί πλούσια χρωματική ύλη. Η αγωνία του ζωγράφου μεταδίδεται άμεσα και στον θεατή. Το θέμα αποτελεί την αφορμή για τον ζωγράφο να εκφραστεί και το ανθρώπινο σώμα αναπλάθεται υποκειμενικά, διατηρώντας όμως την αναγνωρίσιμη φόρμα του. Η ανθρώπινη μορφή δεν διαλύεται, αλλά παραμορφώνεται σχεδιαστικά.

Ο Μίμης Βιτσώρης (1902-1945) εκπροσωπεί τον τύπο του γνήσιου εξπρεσιονιστή, του καλλιτέχνη με αυτοκαταστροφικές τάσεις. Η οργάνωση του χρώματος στην Αυτοπροσωπογραφία του, γίνεται με βάση μια ψυχολογική κλίμακα με φωτεινούς και σκοτεινούς τόνους, σ’ ένα συναισθηματικό διάλογο με τον εαυτό του. Πρόκειται για ψυχογραφική απεικόνιση της προσωπικότητας του απεικονιζόμενου.

 

Η γενιά του ‘ 30 μετά τον πόλεμο και οι επίγονοί της

Οι καλλιτέχνες της «Γενιάς του Τριάντα» Δημήτρης Δάβης (1905-1973), Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας (1906-1994), Νίκος Νικολάου (1909-1986), Ορέστης Κανέλλης (1910-1979), Γιώργος Μανουσάκης (1914-2003), Γιάννης Μόραλης (1916-2009), Γιώργος Σικελιώτης (1917-1984) και οι επίγονοί της, Σάββας Χαρατσίδης (1925-1994), Αλέκος Φασιανός (1935) ωριμάζουν και ακολουθούν ελεύθερα το δικό τους ζωγραφικό τρόπο έκφρασης, το οποίο βρίσκει ανταπόκριση στην ανθρώπινη μορφή -ως εικόνα, αλλά και ως σύμβολο, φορέα μηνυμάτων-, αποδεικνύοντας τον δυναμισμό και την αντοχή της ελληνοκεντρικής υποθήκης.

Ο Γιάννης Μόραλης (1916-2009), μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από το Παρίσι, το 1939, επηρεασμένος από τον μετακυβιστικό, κλασικό Αντρέ Ντεραίν (1880-1954), την παράδοση του Φαγιούμ και την Αναγέννηση φιλοτεχνεί πορτρέτα με κλασικές μορφές. Πρωταγωνίστριες στα έργα του, νεαρές γυναίκες, όρθιες ή καθιστές, σε αβαθή χώρο, που περιορίζεται πάντα από παραστάδες, πόρτες απ’ όπου αναδύονται τα σώματα.

Το έργο του Μορφή, του 1951 είναι εμπνευσμένο από τις αττικές επιτύμβιες στήλες Μία γυναίκα κάθεται σε ένα αβαθή χώρο, με διάθεση στοχαστική, εκφράζοντας συγκρατημένη θλίψη. Ο τρόπος που έχει ζωγραφιστεί, η γεωμετρική απόδοση του βάθους και η οικονομία στη χρωματική σύνθεση δίνουν στο έργο έναν χαρακτήρα κλασικό. Την επόμενη δεκαετία θα προχωρήσει σε μια μερική σχηματοποίηση των μορφών του έως τις ύστερες αφαιρετικές μορφές του, στις οποίες ο Μόραλης εκφράζει έναν έντονο ερωτισμό. Οι ανθρώπινες μορφές του αποτελούν ιδεογράμματα της ανθρώπινης υπόστασης, συνδυάζοντας την κλασική ελληνική τέχνη με τις νέες προτάσεις του μοντερνισμού.

Ο Αλέκος Φασιανός (1935) ανήκει στους επίγονους της «Γενιάς του Τριάντα». Θέμα της ζωγραφικής του είναι οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, τους οποίους μεταπλάθει σε μνημειακές φιγούρες, με τα πρόσωπά τους να απεικονίζονται συνήθως σε κατατομή ή στα τρία τέταρτα με χαρακτηριστικά αρχαιοελληνικά τυποποιημένα και επίπεδο χρώμα. Οι μοντέρνες μορφές τους υιοθετούν τον διπλό και φαινομενικά αντινομικό κώδικα, να αποδίδουν τον όγκο με το περίγραμμα και ταυτόχρονα να τον αναιρούν με το επίπεδο χρώμα.13 Ο Φασιανός υπηρετεί πιστά την ανθρωποκεντρική τέχνη από τα φοιτητικά του χρόνια, αρνείται να ακολουθήσει τα πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής του, και προσεγγίζει σε βάθος τον άνθρωπο, την ουσία της ανθρώπινης φύσης και όχι την άμεσα ορατή εικόνα της.

Στο μεταπολεμικό έργο του, Βραδινές Αναπολήσεις, ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας (1906-1994) οδηγείται σε έναν ελληνότροπο Κυβισμό, όπου το φως, τα χρώματα, τα γεωμετρικά σχήματα, τα επίπεδα, οι γραμμές υπογραμμίζουν τις μορφές και τη μεταξύ τους σχέση, και αναπλάθουν τη φυσική εικόνα του ορατού, με τη δική του αισθητική αντίληψη του κόσμου. Στις συνθέσεις του ο άνθρωπος είναι αόρατος και πανταχού παρών, κοινωνός και μύστης στο ίδιο το μυστήριο της ζωής. (…)

 

Leave a Comment