Amedeo

Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β&Μ Θεοχαράκη

Ακολουθήστε μας

Search

B&M Theocharakis Foundation for the Fine Arts and Music
  -  Νέα   -  “Αλέκος Φασιανός – Βαγγέλης Χρόνης”, του Θανάση Θ. Νιάρχου

Θα ήταν μια εξαιρετικά δημιουργική δουλειά μέσα στον χρόνο να μπορούσε να “τεκμηριώσει” κανείς ποιήματα ζωντανών ή πεθαμένων ποιητών με αναφορά σε έργα ζωγραφικής, ή να ανιχνεύσει σε έργα ζωγραφικής, επίσης ζωντανών ή πεθαμένων ζωγράφων, ποιήματα που γνωστά ή λιγότερο γνωστά έχουν “σταδιοδρομήσει” ανεξάρτητα από την άμεση, έμμεση ή και αχνή ακόμη εικαστική τους αναπαράσταση. Βέβαια, δεν θα ήταν δύσκολο για τον καθένα να συμπεράνει πως είναι πολύ περισσότερα τα έργα ζωγραφικής που έχουν ως αφετηρία, έναυσμα ή πηγή έμπνευσής τους ένα ποίημα,  σε σχέση με τα ποιήματα που αφορμή για να γραφούν στάθηκε η εικαστική δημιουργία ακόμα και στην εντελέστερή τους μορφή.

 

Γεγονός που δεν σημαίνει βέβαια ότι η τέχνη της ποίησης είναι πιο αυτάρκης και αυτόνομη σε σχέση με την έμπνευση που προϋποθέτει, ενώ η εικαστική δημιουργία χρειάζεται έστω κι ένα αρχικό “δάνειο” προκειμένου η αντίστοιχη έμπνευση να δραστηριοποιηθεί. Φτάνει να ρίξει κανείς μια ματιά στον ευρωπαϊκό  χώρο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα για να παρατηρήσει πως η σχέση ποίησης και ζωγραφικής προϋποθέτει  σε μεγάλο βαθμό μια σχέση “αγαπητική” ανάμεσα σε ζωγράφους και ποιητές, είναι κυρίως τα αμοιβαία αισθήματα τιμής, φιλίας και αγάπης ανάμεσα σε δύο δημιουργούς που εναρμονίστηκε αυθόρμητα ο βηματισμός τους ώστε η προοπτική της διάρκειας να μην τεκμηριώνεται μόνο με έναν συγκινητικό τρόπο, άλλα και με ένα θαυμαστό αίσθημα συναδελφικής αλληλεγγύης. Σάμπως ο ποιητής ή ο ζωγράφος να έτειναν προκαταβολικά το χέρι τους ο ένας στον άλλον ώστε στη μακρά οδοιπορία τους, ενώ οι ίδιοι θα έχουν λείψει, να αισθάνονται το βαθύ αίσθημα της συντροφικότητας ως κάτι που θα επιζεί ό,τι κι αν ήθελε αλλάζει στον κόσμο των ζωντανών.

 

Επομένως θα ήταν πολύ εύστοχο να δει κανείς, με την προϋπόθεση όσων ήδη είπαμε, την κοινή έκθεση του ποιητή Βαγγέλη Χρόνη και του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού, μια έκθεση που δεν εξαίρει μόνο σε επίπεδο τέχνης την έννοια της φιλίας, αλλά καθώς βρίθει προσωπικών μαρτυριών μεταβάλλει την ιερή, έτσι ή αλλιώς, έννοια του ιδιωτικού σε αποδεικτικό μιας καλλιτεχνικής μαρτυρίας πολλαπλάσιας σημασίας. Η κοινή αυτή έκθεση επιβεβαιώνει με τον πιο  εναργή τρόπο –πέρα από τη σύμπλευση του ποιητή με τον ζωγράφο, όπως τεκμαίρεται χάρη στην αποκλειστική εικονογράφηση των ποιημάτων του πρώτου με σχέδια που φιλοτεχνήσει ο δεύτερος για όλα τα ποιητικά του βιβλία (“Σύμμαχος Χρόνος”, “Νέοι στον Άδη”, “Ένα χωνάκι θλίψη”, “Η ευθύνη του Μαΐου”, “Τα αγάλματα και οι ψυχές”, “Το αρχαίο κεραμίδι”), κάτι πολύ ευρύτερο και ουσιαστικότερο: την τεράστια καλλιτεχνική σημασία που αποκτά, μόλις αναδυθεί στην επιφάνεια, μια ακραιφνώς ιδιωτικής σημασίας λεπτομέρεια. Ενώ φαινόταν να προσανατολίζει μέσα στον ανεξαγόραστο, αλλά και χαώδη χρόνο του καλλιτέχνη –πιο συγκεκριμένα του ποιητή- ένα αίσθημα που η αξία του βασιζόταν αποκλειστικά στον αμεταβίβαστα προσωποπαγή του χαρακτήρα, λάμπει τώρα ως αποδεικτικό μιας συλλογικής περιπέτειας και μνήμης. Ένα ποίημα ή ένας στίχος ακόμη κι ένα σχέδιο που η επικοινωνία ανάμεσά τους φαινόταν να ερμηνεύει τη συγγενική διάθεση του ποιητή με τον ζωγράφο, μοιάζει αυτόματα να διευρύνεται η επικράτειά της και να περιλαμβάνει τον καθένα που έρχεται σε επαφή μαζί τους. Συχνά μάλιστα όσο λιγότερες είναι οι προϋποθέσεις προκειμένου να αναπαραστήσει κανείς τις αντικειμενικές συνθήκες μέσα στις οποίες εκκολάφθηκε το καθετί, τόσο πλουσιότερο γίνεται το αίσθημα μιας άμεσα συμμετοχικής εμπειρίας. Τα σημειώματα, τα σχέδια, τα χειρόγραφα, τα κάθε λογής ντοκουμέντα που περιλαμβάνει η έκθεση «Βαγγέλης Χρόνης-Αλέκος Φασιανός», μαζί με το πανόραμα των ζωγραφικών έργων που τα περιβάλλει, φαίνεται να δίνουν υπόσταση και φωνή σε έναν κοινό χρόνο του ποιητή και του ζωγράφου, μεταβάλλοντάς τον, όμως, σε χρόνο όλων μας, αν και λογαριαζόταν ο χρόνος αυτός ως προσωπική περιουσία των δύο δημιουργών. Χωρίς να χρειάζεται θα επιχειρήσουμε μια επιπλέον τεκμηρίωση όσον αφορά τη σχέση της ποίησης του Βαγγέλη Χρόνη με τη ζωγραφική του Αλέκου Φασιανού, ανατρέχοντας σε κρίσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς για τον δημιουργό του «Σύμμαχου Χρόνου», καθώς αβίαστα και αυθόρμητα διαβάζοντάς τες κανείς, αν θα ήθελε  να αναφερθεί σε μια εικαστική δημιουργία δεν θα ήταν παρά αυτή του Αλέκου Φασιανού. Γράφει, λοιπόν, η Κική Δημουλά:  «Δεν λέγομαι και τόσο ξένη για τα ποιήματα του Βαγγέλη Χρόνη, αφού είμαι και εγώ μέσα σε αυτό, όπου κατέφυγε ο ίδιος στο να βελτιώσει δηλαδή την ποιότητα της θλίψης, περιορίζοντας την ποσότητά της. Τόσο που να χωρέσει σε ένα χωνάκι παγωτό. Τόσο λίγη και τόσο ζωτικά οικονομική, ώστε να μπορεί να τη γεύεται και το ασθενέστερο ακόμη βαλάντιο της αντοχής».

 

Στη συνέχεια, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος επιχειρεί μια συνολική αποτίμηση της ποίησης του Βαγγέλη Χρόνη: «Η ποίηση, η καθαρή ποίηση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα τερέτισμα τζιτζικιών. Είναι μια προσπάθεια να επιστρέψουμε στην αθωότητα, στην πρώτη κραυγή. Η μεγάλη ποίηση είναι να ξαναβρούμε την πρώτη κραυγή. Η ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη είναι μια τέτοια ποίηση, μέσα από το φόβο της ζωής αλλά και την ελπίδα ότι ο θάνατος είναι μια μετάβαση που δεν πρέπει να τον φοβάται κανένας παρά να τον αντιλαμβάνεται ως μια διαδικασία μεταποίησης με τη σωστή σημασία της λέξεώς του εδώ και του επέκεινα. Αυτό δημιουργεί τον ελεγειακό χαρακτήρα αυτής της ποίησης. Είναι ένα κλάμα, αλλά λυτρωτικό. Είναι ένα κλάμα λυτρωτικό της ποίησής του.»

 

Ο αλησμόνητος ποιητής Γιάννης Κοντός έχει γράψει για το σύνολο επίσης της  ποίησης του Βαγγέλη Χρόνη: «Σε όλα τα ποιήματα υπάρχει η αντίθεση του ζεύγους νύχτα-φως. Ή έρως-θάνατος. Ή θάλασσα-στεριά. Κυρίως όμως εξυμνείται η νήσος και το απολλώνιον φως. Αυτό το φως το άκτιστον, το μεταφυσικό, που σε εμάς τους Έλληνες είναι και ύλη και μουσική και μέγας γκρεμός σκοταδιού. Όπως γράφει: “Καθώς αγνάντευε την άλλη όχθη/το σφύριγμα του θανάτου/ήχησε”.  Έτσι απλά, έτσι το όραμα, σαν κύμα έρχονται οι αλλαγές στη ζωή μας. Έτσι απλά και ωραία τα καταγράφει ο ποιητής.»

 

Συνεχίζοντας συμπεραίνει ο Τίτος Πατρίκιος: «Αφού το σκέφτηκα και το ξανασκέφτηκα, θα έλεγα ότι το καίριο χαρακτηριστικό του Βαγγέλη Χρόνη είναι η κίνηση. Η κίνηση ανάμεσα σε όλα τα ακραία, τα αντίθετα ταυτοχρόνως σημεία που περιστοιχίζουν τη ζωή μας. Μια κίνηση που όμως δεν συνεχίζεται επ’ άπειρον χωρίς να καταλήγει πουθενά, αλλά που επικεντρώνεται κάθε φορά στο παρόν του ποιητή, που κι αυτό όμως κινείται όχι για να σταθεί στο άπειρο, αλλά για να μεταβληθεί από ατομικό παρόν σε γενικότερο παρόν, στο γενικότερο αυτό παρόν που μας αφορά όλους.» Και συνεχίζοντας για την ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη, ο Γιώργος Μανιάτης καταλήγει: «Όλα ελίσσονται, αναδύονται και φωτίζουν το νου και την ψυχή μας μέσα στην ποιητική συλλογή “Ένα χωνάκι θλίψη”. Φαίνεται ένα μικρό βιβλίο. Κρύβει μέσα του ένα σύμπαν. Το σύμπαν της δικής μας συνείδησης, της ελληνικής, που φαίνεται να αγκαλιάζει και να ασκεί εποπτεία σε όλο το σύγχρονο γίγνεσθαι. Εμείς τα φτιάξαμε όλα αυτά γύρω μας, όμως μπορούμε να τα κατανοήσουμε και να τα ερμηνεύσουμε καλύτερα από τους άλλους, αν το θελήσουμε βεβαίως. Ο Βαγγέλης Χρόνης με αυτοθυσία μπήκε στην επώδυνη αυτή ποιητική διαδικασία της εκ βάθος αυτογνωσίας και τα έβγαλε πέρα  επάξια. Με αυτό το ποιητικό  του βιβλίο σίγουρα αφήνει το σημάδι του.»

 

Αντλημένες από τα κείμενα αυτά λέξεις όπως “αθωότητα”, “ελεγειακός χαρακτήρας”, “φως”, “απολλώνειο φως”, “συνείδηση ελληνική”,  μαζί με ένα πλήθος πια άλλων λέξεων και νοημάτων που τις συναντάμε στα ποιήματα του Βαγγέλη Χρόνη, θα έλεγες πως νιώθεις τη ζωγραφική του Αλέκου Φασιανού ακόμη πιο οικεία και προσιτή, μάλλον η υπόστασή της να διευκρινίζεται ως το πιο αθώρητο βάθος της. Κάθε μορφή τέχνης προϋποθέτει ή σωστότερα υποβάλλει την προοπτική αν όχι της αιωνιότητας τουλάχιστον της διάρκειας. Αν η τέχνη δεν αντιμαχόταν το εφήμερο ή δεν καλλιεργούσε το εφήμερο  ως κάτι διαρκές και αναντικατάστατο, όλη η γνώση του παρελθόντος ή η μαντεία του μέλλοντος θα γινόταν μια υπόθεση εξαιρετικά επισφαλής. Αν νιώθουμε ευγνώμονες σε δύο δημιουργούς, όπως ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός και ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης είναι γιατί με την κοινή τους έκθεση φαίνεται να αναγνωρίζουν ισότιμη σημασία, μαζί με τα δημιουργήματα της καθεαυτής τέχνης του ο καθένας, σε ένα πλήθος παραπληρωματικών στοιχείων που αποκαλούμενα ντοκουμέντα δίνουν στην έννοια της διάρκειας τη μαγεία μιας ανεξαγόραστης παρούσας στιγμής.

Leave a Comment